Πέμπτη 24 Ιουλίου 2008

(μικροί αυθύπαρκτοι)



Μαύρο πέπλο η νύχτα αυτή
απηυδισμένη ντροπή δίχως θάρρος
στα αναλόγια μπροστά ξεφυλλίζει άριες
κάτι να πει να το ερωτευτεί η σιωπή

έχει φως που κάτωχρο διαχέεται
στα ζεστά κορμιά που αχνίζουν ακόμα αγαλήνευτα
που η αυγή φθορά τους φυλάει
σαν κάποτε τα υποδεχτεί

και τα κορμιά αυτά είναι παιδιά
που όλο τα χέρια στο πρόσωπο σηκώνουν
και κρύβουν τα νιάτα και την ομορφιά
που στα ατημέλητα μαλλιά τους εκθηλύνουν

Τα παιδιά, όλα, κρατούν στη χούφτα τους φτερά
γελώ και θυμάμαι μνήμες νωπές
με σένα και μένα στιγμές
που πέρασαν...
όχι, δεν θα γυρίσουν πια, μικρή..
εγώ, εσύ κι νύχτα.. αυθύπαρκτοι...

Παρασκευή 18 Ιουλίου 2008

Ο τέλειος άνθρωπος

Τα φώτα του δρόμου αιωρούνται πάνω από κεφάλια μας. Ποιος τα κρατά; Ο δρόμος δεν είναι ευδιάκριτος και ας φωτίζεται. Μόνο μουντός και σκοτεινός και άπειρος φαντάζει. Τ’ αστέρια στολίζουν τα κεφάλια μας. Δείχνουν τον δρόμο και ας μην τον βλέπουμε.

Ήταν βράδυ, χαράματα όταν γύριζα σπίτι από το στενό κοντά στα λαδάδικα. Δεν έβλεπες παρά μόνο σκιές να τρέχουν, να τρεμοπαίζουν, να γλύφουν το πλακόστρωτο πεζοδρόμιο και να σκαρφαλώνουν στα μπαλκονάκια στα οποία μια άλλη εποχή οι νέες απολάμβαναν τα βλέμματα των περαστικών. Ήταν ένα άλλο παρόν πολύ μακριά από μένα που εκείνο το βράδυ έτυχε να περνώ με σκυμμένο κεφάλι και με τα χέρια στις τσέπες σαν σε χειροπέδες, κατάδικος.

Το μόνο που κατάφερε να μου αποσπάσει την προσοχή ήταν ένας θόρυβος από τους σκουπιδοτενεκέδες εκεί δίπλα. Ήταν μικρό και είχε δυο πολύ εκφραστικά μάτια που με κοιτούσαν με φόβο. Ένα μικρό γατάκι. Σκέφτηκα, αλήθεια γιατί να ψάχνει στα σκουπίδια αφού μπορώ να το φροντίσω εγώ. Εξάλλου στο σπίτι μου μόνος μένω και θα μου άρεσε να έχω κάποιον για συντροφιά, έστω ένα κατοικίδιο.

Άπλωσα τα χέρια μου και το πήρα στην αγκαλιά μου. Συνεχίζοντας τον δρόμο για το σπίτι μου δεν φαντάστηκα πόσο απερίσκεπτος ήμουν που πήρα μακριά από την μάνα του αυτό το μικρό γατάκι. Σε όλο το δρόμο κατά παράξενο τρόπο δεν διαμαρτυρήθηκε ούτε μια φορά. Δεν νιαούρισε ούτε προσπάθησε να διαφύγει.

Φτάνοντας πήγα κατευθείαν στο μπαλκόνι μαζί με το γατάκι. Το άφησα κάτω και κάθισα στην καρέκλα κοιτώντας έξω τα απέναντι μπαλκόνια και τον νυχτερινό ουρανό. Ήταν καλοκαίρι. Μια αποπνικτική ζέστη με έκανε να ιδρώνω. Και άπνοια. Η θάλασσα εκείνη την μέρα θα ήταν γαλήνια. Κρίμα οι άνθρωποι να τη βρομίζουν. Κρίμα να ρυπαίνουν την καθημερινότητά τους και να κλείνουν την ζωή τους σε αντιαισθητικά κελιά.

Κρίμα να ψάχνουν στα σκουπίδια το εύθραυστο εγώ τους.

-Ποτέ δεν έχω βρει στα σκουπίδια κάτι εύθραυστο που να ονομάζεται “εγώ”, είπε μια φωνή δίπλα μου.

-Ναι γιατί όλα σήμερα έχουν μια επωνυμία. Αν η μάρκα σου δεν είναι αναγνωρίσιμη τότε είναι άχρηστη ακόμα και για τον χώρο απορριμμάτων, είπα.

-Τα άχρηστα πράγματα των ανθρώπων είναι πολύ γευστικά για μένα

Γύρισα να δω ποιος μου είχε πιάσει την κουβέντα και με έκπληξη διαπίστωσα πως αυτός ο κάποιος ήταν αυτό το μικρό γατάκι! Ένα ζώο που μιλάει με ανθρώπινη φωνή!

-Μάλλον ονειρεύομαι πάλι, του αποκρίθηκα.

-Όχι δεν ονειρεύεσαι. Είσαι στο μπαλκόνι σου και μιλάς μαζί μου.

-Μα οι γάτες δεν μιλάνε. Τουλάχιστον ποτέ δεν έχω συναντήσει γάτα που να μιλάει.

-Πιστεύεις ότι τα ζώα δεν έχουν συνείδηση;

Κοιτούσα χωρίς να δώσω απάντηση και τότε είπε:
-Κι όμως τα ζώα ξέρουν περισσότερα για τον κόσμο από όσα ξέρουν οι άνθρωποι. Και τελειώνοντας την φράση του γύρισε και κοίταξε με υπερήφανο βλέμμα τα αστέρια στο νυχτερινό ουρανό. Ακολούθησα και εγώ το βλέμμα του σκεπτόμενος πόσο μικρός φάνταζα μπροστά στην απεραντοσύνη του σύμπαντος.

-Εσείς οι άνθρωποι νομίζετε ότι είστε τέλειοι και ότι ο κόσμος δημιουργήθηκε γύρω σας, είπε.

-Ναι, έτσι είναι αλλά εγώ δεν πιστεύω κάτι τέτοιο.

Ταυτόχρονα κάτι στη φωνή μου μαρτυρούσε το αντίθετο από αυτό που είπα και συνέχισα.
-Αποφάσισα να σε σώσω από την ένδεια της μέχρι τώρα ζωής σου και να σου προσφέρω ένα καλύτερο μέλλον ακριβώς γιατί η αυτούπαρξή σου έχει την ίδια αξία με την δική μου μπροστά στο πολυδιάστατο σύμπαν που μας περιβάλει. Γι' αυτό τα προσβλητικά σου σχόλια κράτα τα για άλλους και όχι για μένα.

-Είναι προσβολή ο εγωισμός; Η τελειότητα δεν είναι ο σκοπός του κάθε ανθρώπου; Ξέρεις, δεν είναι κακό να πασχίζεις να γίνεις κάτι καλύτερο αποτι είσαι, κακό είναι να λες οτι κατάφερες να γίνεις κάτι το οποίο δεν είσαι. Και αυτό είναι υποκρισία.
Υποκρισία!

Πόσες φορές έντυσα τον εαυτό μου με ενδύματα φανταχτερά και κομψά για να παίξω τον ρόλο κάποιου γενναίου ήρωα των προσφάτων καιρών και πόσες φορές φόρεσα το προσωπείο της συμπόνιας, της καλοσύνης και τις παρηγοριάς ενώ από κάτω τα χαρακτηριστικά του προσώπου μου επέμεναν να είναι άκαμπτα. Αχ σε ποιό πάρτυ μασκέ είμαστε καλεσμένοι; και πόσο δακρυσμένα είναι τα μάτια μας όταν οι μάσκες όλων πέφτουν σιγά σιγά και μένουν στις άκρες των δακτύλων μετέωρες να χασκογελούν μόνες τους κοιτώντας από τα τρύπια μάτια τους της απελπισία τις στιγμής.

Ανοίγω τα χέρια μου και παίρνω στην αγκαλιά μου το μικρό γατάκι. Χαϊδεύω το τρίχωμά του όπως του αρέσει και επιμένω να το κοιτάω στο πρόσωπο, ίσως γιατί το πρόσωπό του είναι τόσο γλυκό που ποτέ δε θα ζηλέψει τα χαρακτηριστικά κάποιου ξένου προσωπείου.
-Θες να σου πω μια ιστορία; είπα.

-Ναι, αλλά πρώτα θέλω να μου πεις αν είσαι φίλος μου. είπε με μια ανάλαφρη ηπιότητα στην φωνή.

Η καθαρή φωνή του έμοιαζε σαν αντικατοπτρισμός στην κάθαρση που υποβαλλόταν η ψυχή μου σιγά σιγά εκείνη την ξάστερη νύχτα κάτω από το τρεμουλιαστό φως των αστεριών.
Όλα ήταν τόσο καθαρά σαν μια λίμνη που στην επίπεδη επιφάνειά της είδα το είδωλο του εαυτού μου σκύβοντας να πιώ νερό. Το χέρι μου θα ήταν το μόνο που θα χαλούσε την ηρεμία της επιφάνειας. Μέχρι όμως να ζητήσω το νερό της έπρεπε να μιλήσω στον εαυτό μου. Στα αυτιά μου έφταναν κραυγές όμως το στόμα μου παρέμενε κλειστό μέχρι που ο δείκτης μου ακούμπησε την επιφάνεια και ομόκεντροι κυματισμοί μου αποκάλυψαν την εικόνα που λίγα δευτερόλεπτα πριν άφησα.

-Ναι μπορείς να με θεωρείς φίλο σου, είπα φιλώντας το τριχωτό κεφαλάκι που είχα μπροστά μου.

Έκλεισε τα μάτια και εγώ συνέχισα.

-Θα σου πω μια ιστορία που θυμήθηκα όταν περάσαμε μπροστά από το ανθοπωλείο της γειτονιάς όταν ερχόμασταν εδώ.

Θα σου πω για ποιο λόγο έκλεισε το τελευταίο ανθοπωλείο στον κόσμο. Θα σου μιλήσω για τον τέλειο άνθρωπο.

Κάποτε μια ομάδα επιστημόνων ανακάλυψε έναν άνθρωπο σε κάποια γωνιά της γης ο οποίος μετά την ενηλικίωσή του παρέμενε πάντα νέος. Αν και διένυε το 45 έτος της ηλικίας του τίποτα στην εξωτερική του εμφάνιση δεν μαρτυρούσε κάποια φθορά. Επίσης ήταν υγιής και ποτέ δεν είχε αντιμετωπίσει πρόβλημα με την υγεία του. Ήταν απίστευτα όμορφος και άρτια καλλιεργημένος γνωρίζοντας πάρα πολλές επιστήμες και δεξιοτεχνίες.
Οι επιστήμονες ενθουσιάστηκαν με την ύπαρξη του στο πρόσωπο του οποίου έβλεπαν έναν ενάρετο, αγαθό, δίκαιο και ευγενικό άνθρωπο. Μετά από έρευνες και αναλύσεις του γενετικού του υλικού ανακάλυψαν ένα γονίδιο που ποτέ πριν δεν είχαν χαρτογραφήσει και το οποίο θεώρησαν υπεύθυνο για τις αρετές αυτού του ανθρώπου. Το γονίδιο αυτό το ονόμασαν "χρυσό γονίδιο" και τον κάτοχό του "τέλειο άνθρωπο".

Αργότερα και οι θρησκεία προσπάθησε να εξηγήσει την ύπαρξη αυτού του ανθρώπου. Στην αρχή αντιμετωπιζόταν με δυσπιστία γιατί ενώ είχε όλες τις αρετές δεν ένοιωθε το συναίσθημα της αγάπης. Γιατί όμως δεν ένοιωθε το συναίσθημα της αγάπης; Τότε ήταν που ακούστηκε η θεωρία του Αδάμ και της Εύας.

Σύμφωνα με αυτή την θεωρία ο τέλειος άνθρωπος έχει ομοιότητες με τους πρωτόπλαστους. Ο Αδάμ και η Εύα πριν το προπατορικό αμάρτημα ζούσαν σε αυτό που αποκαλούσαν παράδεισο σαν τέλειοι άνθρωποι. Ποτέ δεν φθειρόταν κάτι πάνω τους και δεν είχαν το φόβο του θανάτου. Μπορούσαν να ζήσουν ελεύθεροι και αγαπημένοι μεταξύ τους αλλά και μεταξύ των υπόλοιπων πλασμάτων που ζούσαν εκεί. Παντού κυριαρχούσε η αγάπη. Το μόνο που δεν έπρεπε να κάνουν ήταν να φάνε από τον καρπό που κάνει την αγάπη να γεράσει και στο τέλος να πεθάνει. Το δέντρο της φθοράς.

Μόλις δοκίμασαν τον απαγορευμένο καρπό η αγάπη πέταξε μακριά πάνω από τα κεφάλια τους. Όταν ο Θεός κατάλαβε τι είχε γίνει αφαίρεσε το "χρυσό γονίδιο" από όλα τα πλάσματα του κόσμου γιατί δεν άρμοζε πλέον σε αυτούς που άφησαν την αγάπη να γεράσει και επιπλέον αφού η αγάπη γερνούσε έπαυε να είναι κάτι το τέλειο έτσι ένας τέλειος άνθρωπος δεν θα μπορούσε πια να νιώσει ποτέ ξανά αγάπη. Πλέον όλοι θα περνούσαν την ζωή τους προσπαθώντας να φτάσουν την τελειότητα και να κατακτήσουν όλες τις αρετές με κόπο και πάνω απ' όλα την αγάπη. Το μόνο που επέτρεψε ο Θεός ήταν να γεννιέται ένας τέλειος άνθρωπος κάθε χίλια χρόνια, περιοδικά, για να δείχνει στους ανθρώπους το λάθος που έκαναν. Φυσικά αυτός ο τέλειος άνθρωπος δεν θα μπορεί να νιώσει ποτέ αγάπη μιας και η αγάπη πλέον γερνάει.

Οι επιστήμονες ποτέ δεν πήραν στα σοβαρά τις θεωρίες της θρησκείας και αυτά περί αγάπης τα θεώρησαν υπερβολές και προσπάθεια υπονόμευσης των σχεδίων τους. Είχαν σκοπό να μεταβιβάσουν το γονίδιο σε κάθε άνθρωπο που από εκείνη τη στιγμή και μετά ερχόταν στη ζωή αλλά και να κλωνοποιήσουν τον "τέλειο άνθρωπο". Οι επιστήμονες πίστευαν οτι θα κάνουν το υπέρτατο καλό στην ανθρωπότητα και θα λύσουν προβλήματα αιώνων έτσι κανείς δεν μπορεί να τους κατηγορήσει για την απόφασή τους αυτή.
Το σχέδιο προχώρησε. Με τα χρόνια οι άνθρωποι γίνονταν πιο κλειστοί και απρόσωποι αλλά και πιο σοφοί και όλα όσα η τελειότητα μπορεί να προσδώσει.

Μετά από εκατοντάδες χρόνια το ζητούμενο είχε πια επιτευχτεί. Οι άνθρωποι θα μπορούσαν να ζήσουν για πάντα αν βέβαια κάποιος εξωτερικός παράγοντας δεν τους στερούσε τη ζωή, όπως ένα ατύχημα λόγου χάρη.

Έτσι λοιπόν όταν πέθανε και ο τελευταίος μη τέλειος άνθρωπος σταμάτησε ο κόσμος να αισθάνεται αγάπη για τους άλλους. Και σταμάτησε να την εκφράζει προσφέροντας λουλούδια. Έτσι λοιπόν το επάγγελμα του ανθοπώλη έγινε ένα αρχαίο και ξεχασμένο επάγγελμα, και το τελευταίο ανθοπωλείο έκλεισε για πάντα.

Τελειώνοντας την αφήγησή μου κοίταξα πάλι τα αστέρια στον ουρανό. Αυτή την φορά ένιωθα να μου τρυπούν τα υγρά μου μάτια. Εκείνο το βράδυ είχα να πάρω μια απόφαση που μου ράγιζε την καρδιά και όλη αυτή η κουβέντα με τον μικρό μου φίλο δεν ξέρω αν βοηθούσε. Τουλάχιστον δεν ήμουν σίγουρος.

Το μικρό γατάκι άλλαξε θέση στην αγκαλιά μου και αφού κοιταχτήκαμε μου είπε:
-Ξέρω τι σε απασχολεί. Και εσύ γνωρίζεις τι πρέπει να κάνεις.

Ελευθερώθηκε από μένα και κάθισε κάτω στη βεράντα κοιτώντας με.
-Όποιος επιζητά την τελειότητα αδυνατεί να δώσει αγάπη, είπε.

Η φράση του αγκάλιασε το μυαλό μου και χίλια χρώματα χρωμάτισαν την υποσυνείδητη εικόνα που είχα στο μυαλό μου. Δάκρυσα πλέον στα φανερά.

-Σε λίγο θα ξημερώσει, προλαβαίνεις να με γυρίσεις πίσω εκεί που με βρήκες, είπε.
Και μετά από μια μικρή παύση συμπλήρωσε
-Θέλω να μου υποσχεθείς ότι θα έρχεσαι που και που στον κάδο που με βρήκες για να σε βλέπω. Είμαστε φίλοι πια και σε έχω ανάγκη.

Δεν θυμάμαι τι απάντησα μόνο οτι έγνεψα καταφατικά. Αργότερα το άφησα εκεί που το βρήκα και αποχαιρετιστήκαμε, ενώ μια μητρική φιγούρα το καλωσόριζε.

Τελικά εκείνο το βράδυ η κάθαρση ποτέ δεν ήρθε. Έσβησε το πάθος μαζί με το τελευταίο πέπλο της νύχτας.

Μέρες μετά αναζήτησα το μικρό μου φίλο αλλά ποτέ δεν κατάφερα να τον ξαναδώ. Αισθάνομαι οτι τον είχα προδώσει.
Ήταν πλέον αργά...

Τρίτη 1 Ιουλίου 2008

Το τελευταίο συναίσθημα


Διακοπές κάνει ο νους
και μια βεντάλια σπασμένη τον δροσίζει
κάτω από το μετάξι η σάρκα της λυγίζει
και μια ηδύτητα την κατακλύζει