Τετάρτη 29 Σεπτεμβρίου 2010

Τα δάκρυα της Ίλσα - Μέρος Δ'

Πριν συνεχίσετε, διαβάστε: Τα δάκρυα της Ίλσα - Μέρος Α' ,Τα δάκρυα της Ίλσα - Μέρος Β' , Τα δάκρυα της Ίλσα - Μέρος Γ'




Ο νεαρός άντρας παίρνει την κοσμηματοθήκη μαζί του και βγαίνει από το σπίτι. Αφήνει την πόρτα ανοιχτή πίσω του και ακουμπά στην ξύλινη κουπαστή του προαυλίου που χωρίζει την είσοδο του σπιτιού από την αμμουδιά. Οι επίχρυσες γωνίες της ξύλινης κοσμηματοθήκης αντανακλούν το φως του μεσημεριανού ήλιου το οποίο ανακατεύεται με την αλμυρή μυρωδιά της γαλάζιας μεσογειακής θάλασσας. Τον ακολουθώ βγαίνοντας και εγώ έξω. Στα αριστερά ένα πεύκο έχει γύρει τα κλαδιά του πάνω από το προαύλιο χαρίζοντας μια παχιά σκιά δροσιάς στην οποία αναπαύεται κοιμώμενος ξέγνοιαστα ένας μεγαλόσωμος σκύλος με ανοιχτόχρωμο τρίχωμα. Γύρω του πεσμένες κίτρινες πευκοβελόνες και ξέσπερμα κουκουνάρια, των οποίων η μυρωδιά χαρίζει γαλήνια θερινά όνειρα στην αποχαύνωση του μεσημεριού. Δίπλα, προς τον τοίχο βρίσκεται μια ξύλινη καρέκλα με την πλάτη της να ακουμπά στον τοίχο, πάνω στην οποία υπάρχει ένα τετράδιο σημειώσεων. Στα δεξιά ένα γείσο προεκτείνεται από την κεραμοσκεπή μέχρι την άκρη της κουπαστής, στη σκιά του οποίου είναι τοποθετημένα διάφορα σύνεργα ζωγραφικής και μερικοί μισοτελειωμένοι πίνακες μικρών διαστάσεων, οι οποίοι δεν απεικονίζουν κάτι συγκεκριμένο, μόνο κάποιες αφηρημένες πινελιές και πειραματισμούς. Μικρές και μεγάλες πιτσιλιές από χρώματα βρίσκονται διασκορπισμένα στο ξύλινο δάπεδο του προαυλίου μέχρι τα τρία σκαλοπάτια που χωρίζουν το υπερυψωμένο προαύλιο από την κίτρινη αμμουδιά.

Πάω κοντά στην καρέκλα και ξεφυλλίζω το τετράδιο χωρίς να το μετακινήσω. Οι πρώτες σελίδες κενές σαν την λευκή σελίδα του συγγραφέα, προς το τέλος όμως το περιεχόμενο του τετραδίου αποκαλύπτεται και δεν είναι με την μορφή κειμένου, αλλά αποτελείται από χαοτικές γραμμές, άλλοτε συμμετρικές και άλλοτε ασύμμετρες που καλύπτουν όλο το πλαίσιο της σελίδας και μοιάζουν να είναι χαραγμένες από πένα και χάρακα. Προχωρώντας την αναζήτησή μου στο τετράδιο του νεαρού άντρα βρίσκω κάτι που με εκπλήσσει. Λίγες σελίδες αργότερα οι παραληρηματικές γραμμές αποκτούν νόημα μιας και μοιάζουν να σχηματίζουν ανθρώπινα πρόσωπα, και ειδικότερα γυναικείες φυσιογνωμίες.

Αφήνω το τετράδιο και σκουπίζω το μέτωπό μου που καίει από την ζέστη. Ο σκύλος κοιμάται στον ίσκιο ανασαίνοντας ρυθμικά την ελπίδα μιας δροσιάς από το υγρό του ανοιχτό στόμα. Μια μύγα πετάει γύρω από το κεφάλι του και την διώχνω με μια μικρή κίνηση. Ένα θαλασσοπούλι ακουμπά για λίγο σε ένα κλαδί του πεύκου, πριν πετάξει ξανά προς την μπλε θάλασσα για να δροσιστεί στα νερά της.

Το μόνο που επισκιάζει το έντονο φως αυτής της θερινής ημέρας και την αποπνικτική ζέστη είναι το πένθιμο βλέμμα του νεαρού άντρα καθώς κοιτάει την άκρη του ορίζοντα. Η ατμόσφαιρα φλογίζει το ιδρωμένο του μέτωπο και συνεργάζεται με την επίμονη σκέψη με αποτέλεσμα ένας πονοκέφαλος να αρχίσει να τον ενοχλεί, που ίσως είναι η απαρχή μιας καινούργιας δημιουργικής στιγμής. Αυτός ο ευαίσθητος άντρας δεν έχει ξεχάσει, ούτε έχει αποδεχτεί ακόμα το χαμό του καλύτερού του φίλου, που πριν δυό χρόνια, με τόσο άδικο και απελπισμένο τρόπο, υποτάχθηκε στην επιπολαιότητα της στιγμής και αυτοκτόνησε, σίγουρα όχι για την καρδιά μιας κοπέλας, όπως είπανε αργότερα, αλλά για έναν πιο εσωτερικό λόγο, μια εσωτερικότητα πιο σκοτεινή και από το πιο εβένινο μαύρο, πιο μοναχική και από την πιο άδικη φυλακή, μια μήτρα που γεννά τέρατα και επινοεί φαντάσματα. Και τώρα η σκέψη του νεκρού φίλου επιστρέφει στη συνείδηση του νεαρού άντρα, όπως συμβαίνει κάθε φορά τους τελευταίους μήνες, ζητώντας εξιλέωση λες και κάποια ενοχή να βαραίνει τους ώμους του.

Το βλέμμα του νεαρού άντρα χαμηλώνει και τώρα πια κοιτάει την ξύλινη κοσμηματοθήκη. Το μεταλλικό διάκοσμο πυρακτώνει τα χέρια του καθώς προσπαθεί αργά αργά να την ανοίξει, ενώ με φωνή πράα, ήρεμη, ήσυχη, λέει “Κασαχέμας…”.



Απομένουν ελάχιστες ώρες για να ξημερώσει. Ο ναυαγός χάραξε για τελευταία φορά το "δακρυσμένο πρόσωπο" στην άμμο της παραλίας, όμως ο ίδιος δεν το ξέρει. Η θάλασσα είναι ακυμάτιστη αυτό το βράδυ και μοιάζει να έχει κάνει ανακωχή με τις πλαγιασμένες, στην παραλία, μορφές, ώστε η μνήμη να παραμένει εκεί σκόπιμα ποθώντας ματαίως την αιωνιότητα. Στην εφήμερη ουτοπία, λοιπόν, που η λαγνεία της μοναξιάς προσφέρει γενναιόδωρα για την ίαση της θλίψης, ο ναυαγός κάθεται ανάσκελα και στοχάζεται μερικές φιλοσοφικές και υπαρξιακές του ανησυχίες. Αναρωτιέται πως ο άνθρωπος μπορεί να γεννιέται θεός και να καταλήγει αδύναμος λίγο πριν τον θάνατο. Άραγε το φως και η δίψα για "ζωή", "la vie", που ακριβώς ξοδεύεται στην υποταγή της ματαιότητας;

Δίπλα στην ανοιχτή του αριστερή παλάμη, βρίσκεται αφημένο το κλαδί με το οποίο χάραξε το προηγούμενο ηλιοβασίλεμα το "δακρυσμένο πρόσωπο". Είναι το ίδιο κλαδί που βρήκε την πρώτη μέρα και με το οποίο χάραξε όλα τα προηγούμενα "πρόσωπα" στην άμμο. Το μαζεύει ξανά με το αριστερό του χέρι και το παρατηρεί άλλη μια φορά με θαυμασμό, όπως ο ζωγράφος το αγαπημένο του πινέλο. Έχει ένα φλοιό κοκκινωπό, πορφυροβαμμένο, όπως η φύση μίλτωσε, κομμένο σε ευθεία τομή σαν από πριόνι, που όμως, εδώ σε αυτό το έρημο από ανθρώπους μέρος δεν θα μπορούσε να είναι εφικτό.

Κοιτάει την τομή στην άκρη του μικρού κλαδιού και επικεντρώνει την προσοχή του στους δυο μικρούς δακτύλιους που μόλις που φαίνονται και μαρτυρούν την ηλικία του. Το κλαδί αυτό έχει ηλικία δυο ετών, σκέφτεται, και νοιώθει έκσταση όταν αναλογίζεται τον τρόπο με τον οποίο μπορεί να δημιουργήθηκαν. Περιεργάζεται το "δέρμα" αυτού του παράξενου κλαδιού, που κόκκινο καθώς είναι του μοιάζει με χέρι ανθρώπινο, το οποίο κοκκινίζει καθώς το διαπερνούν οι φλέβες και οι αρτηρίες.

Ψηλά στον ουρανό το μαύρο μωσαϊκό συναισθημάτων, που κρατά ολόκληρη την έμβια φύση κλειδωμένη στον εσωτερισμό της, αρχίζει να σπάει από ένα φως που γεννάται, θα έλεγε κανείς, παρθενικά και σχηματίζεται σαράντα πέντε μοίρες πάνω από τον ορίζοντα. Ένα άστρο που εμφανίστηκε από το πουθενά προκαλεί δέος στον ναυαγό και φόβο ταυτόχρονα καθώς η ένταση του φωτός και το μέγεθός του αρχίζει να αυξάνει. Το κόκκινο κλαδί πέφτει από τα χέρια του πάνω στον αριστερό κύκλο που συμβολίζει το αριστερό μάτι στο "δακρυσμένο πρόσωπο" της παραλίας. Το "Άστρο της αυγής" παίρνει την τελική του μορφή σχηματίζοντας πέντε ακτίνες φωτός που διαχέουν το φως σε πέντε συμμετρικά σημεία γύρω του.

Τα κύματα της θάλασσας σκορπούν παντού αντανακλάσεις που μοιάζουν με γυάλινα φθινοπωρινά φύλλα δέντρων, που, με τη σειρά του, ο άνεμος τα σκορπά και τα θρυμματίζει στους δρόμους, στα κτίρια και στις απογυμνωμένες πλατείες των μεγάλων πόλεων. Τα αδέσποτα όνειρα, γυμνά, χαράσσονται καθώς τα χτυπά ο άνεμος με τα θρυμματισμένα φύλλα και βάφονται κόκκινα καθώς το αίμα κυλά από τις πληγές του κορμιού τους ανήμπορα να αντιδράσουν.

Καθώς η ένταση του φωτός όλο και αυξάνει, από την κάθετη ακτίνα του πεντάκτινου ανεστραμμένου άστρου, ένα μονοπάτι φωτός αρχίζει να σχηματίζεται και να διασχίζει τον ουρανό μέχρι που φτάνει στην άκρη της παραλίας λίγο μακριά από το σημείο που στέκεται αποσβολωμένος ο ναυαγός. Η παραλία φωτίζεται και αυτά που το φως αποκαλύπτει διαφέρουν από την εικόνα που είχε το συγκεκριμένο μέρος της παραλίας κατά την διάρκεια της μέρας. Αυτό προκαλεί την περιέργεια του ναυαγού, ο οποίος αποφασίζει να πάει να δει τι συμβαίνει από κοντά. Έτσι, λοιπόν, αρχίζει να τρέχει προς το σημείο εκείνο.

Λίγα λεπτά αργότερα ο ναυαγός είναι σε θέση να δει πιο καθαρά το μέρος το οποίο φωτίζεται από το πεντάκτινο αστέρι. Το χρώμα της άμμου είναι πιο σκουρόχρωμο από αυτό που την στιγμή αυτή πατά και η θάλασσα πιο μπλε από τον γαλαζοπράσινο χρωματισμό που είχε συνηθίζει να βλέπει κάθε αυγή που ξυπνούσε και κάθε πρωινό που ανέβαινε στον λόφο να βρει τροφή. Αυτό που του κεντρίζει το ενδιαφέρον είναι μια παράξενη κατασκευή που ξεπροβάλει από την άκρη του δάσους και μοιάζει με καλύβα. Σίγουρα είναι η πιο παράξενη καλύβα που έχει δει ποτέ του, δεν τον νοιάζει όμως γιατί τώρα ξέρει πως και κάποιος άλλος βρίσκεται μαζί του στο νησί και δεν είναι μόνος. Αυτή η φλόγα της ελπίδας, της ύπαρξης μιας συντροφιάς γι’ αυτόν εκεί, τον κάνει να ξεχάσει για λίγο το παράξενο άστρο που τόσο ξαφνικά εμφανίστηκε από το πουθενά, και να ανυπομονεί να γνωρίσει τον κάτοικο αυτής της παράξενης καλύβας ελπίζοντας ενδόμυχα ότι μπορεί να είναι ο σύντροφός του που χάθηκε στο ναυάγιο πριν πολύ καιρό.

Σε κάθε του βήμα η σκέψη τρέχει μαζί του όπως και η φαντασία του που τον έχει πείσει πια ότι αυτός που μένει στην καλύβα της φωτεινής πλευράς της παραλίας είναι ο σύντροφός του, όχι με την υλική του ανθρώπινη μορφή, αλλά το στοιχειό της ψυχής του που απέμεινε από τον θάνατό του. Η μορφή που η ψυχή παίρνει μετά τον θάνατο.. έτσι ακριβώς όπως έμαθε από τους μάγους του χωριού του από παιδί.

“Περίμενε φίλε μου, περίμενε…”




Συνεχίζεται...