Τρίτη 21 Δεκεμβρίου 2010

Το βράδυ

"Αχ τι ωραία που το λέει"
Ποίηση Κ.Καρυωτάκη

Κυριακή 19 Δεκεμβρίου 2010

Η μέρα του θανάτου μου

Εύγε, και οι λέξεις γελούν
και το νόημά τους ευφορία δηλώνει
και τα σύννεφα του ουρανού συντελούν
τις τύψεις της φύσης η γη να αθωώνει.

Στη δική μου την αυλή ένα μόνο
μόνο ένα μικρό δεντράκι στα κλαδιά αγκαλιά
μου πρόσφερε τη ζωή του κι όσο
τον κόσμο λογίζω, άλλο τόσο τ' άφηνα να μ' αγαπά

και μόνο αυτό
αυτό μόνο
βουρκώνει σαν με κρατά
άψυχο σώμα

Η μέρα του θανάτου μου γλυκιά
σαν τον καρπό της νιότης
ηλιοστάλαχτη πλουμιστή φορεσιά
που ομορφαίνει την υφή της αγάπης

η βουή της χαράς τραγούδι στα χείλη
ανακούφιση η φυγή μου στις πλάσης τον ώμο
το φέρετρό μου ανέκφραστη να σηκώνει
σιωπηλά να ηρεμήσει της ησυχίας τον πόνο

και τ' άνθη κάπου κοντά
χαμηλά καχεκτικά προς την σήψη κοιτάνε
βουρκωμένα τα πέταλά τους τα μαβιά
να προσμένουν την ατάραχη γενναία τους πτώση

Δευτέρα 29 Νοεμβρίου 2010

Τα δάκρυα της Ίλσα - Covers




















Σύντομα το Μέρος Έ...!



Παρασκευή 12 Νοεμβρίου 2010

Τετάρτη 10 Νοεμβρίου 2010

Επίσημος μονόλογος

Λευκό δέρμα της μελαγχολίας
ρυθμικά γελάς επί μιας νύχτας
δύσκολης, επιμερισμένης στις νότες
που με εμπνέει ο αδυσώπητος ετούτος κόσμος

και όταν αυτό συμβαίνει
ο βροχερός χρόνος επιμένει
στη φλογίτσα μιας νεκρής μικρής
να με κρατά αγαστά δεμένο

Η αυλαία δεν κρύβει τίποτα πια
τα όμορφα χάιδεψαν τα βελόυδινά
της κρόσσια και αφανίστηκαν
στην απελπισία της μιας πρόβας

και στις πρώτες θέσεις μόνο εξαθλίωση,
μόνο εξαθλίωση και μίσος για την εξίσωση
απ' τον μονόλογο του υπουργού
που χιλιάδες αμπαλάρει φέρετρα για μας

Τετάρτη 29 Σεπτεμβρίου 2010

Τα δάκρυα της Ίλσα - Μέρος Δ'

Πριν συνεχίσετε, διαβάστε: Τα δάκρυα της Ίλσα - Μέρος Α' ,Τα δάκρυα της Ίλσα - Μέρος Β' , Τα δάκρυα της Ίλσα - Μέρος Γ'




Ο νεαρός άντρας παίρνει την κοσμηματοθήκη μαζί του και βγαίνει από το σπίτι. Αφήνει την πόρτα ανοιχτή πίσω του και ακουμπά στην ξύλινη κουπαστή του προαυλίου που χωρίζει την είσοδο του σπιτιού από την αμμουδιά. Οι επίχρυσες γωνίες της ξύλινης κοσμηματοθήκης αντανακλούν το φως του μεσημεριανού ήλιου το οποίο ανακατεύεται με την αλμυρή μυρωδιά της γαλάζιας μεσογειακής θάλασσας. Τον ακολουθώ βγαίνοντας και εγώ έξω. Στα αριστερά ένα πεύκο έχει γύρει τα κλαδιά του πάνω από το προαύλιο χαρίζοντας μια παχιά σκιά δροσιάς στην οποία αναπαύεται κοιμώμενος ξέγνοιαστα ένας μεγαλόσωμος σκύλος με ανοιχτόχρωμο τρίχωμα. Γύρω του πεσμένες κίτρινες πευκοβελόνες και ξέσπερμα κουκουνάρια, των οποίων η μυρωδιά χαρίζει γαλήνια θερινά όνειρα στην αποχαύνωση του μεσημεριού. Δίπλα, προς τον τοίχο βρίσκεται μια ξύλινη καρέκλα με την πλάτη της να ακουμπά στον τοίχο, πάνω στην οποία υπάρχει ένα τετράδιο σημειώσεων. Στα δεξιά ένα γείσο προεκτείνεται από την κεραμοσκεπή μέχρι την άκρη της κουπαστής, στη σκιά του οποίου είναι τοποθετημένα διάφορα σύνεργα ζωγραφικής και μερικοί μισοτελειωμένοι πίνακες μικρών διαστάσεων, οι οποίοι δεν απεικονίζουν κάτι συγκεκριμένο, μόνο κάποιες αφηρημένες πινελιές και πειραματισμούς. Μικρές και μεγάλες πιτσιλιές από χρώματα βρίσκονται διασκορπισμένα στο ξύλινο δάπεδο του προαυλίου μέχρι τα τρία σκαλοπάτια που χωρίζουν το υπερυψωμένο προαύλιο από την κίτρινη αμμουδιά.

Πάω κοντά στην καρέκλα και ξεφυλλίζω το τετράδιο χωρίς να το μετακινήσω. Οι πρώτες σελίδες κενές σαν την λευκή σελίδα του συγγραφέα, προς το τέλος όμως το περιεχόμενο του τετραδίου αποκαλύπτεται και δεν είναι με την μορφή κειμένου, αλλά αποτελείται από χαοτικές γραμμές, άλλοτε συμμετρικές και άλλοτε ασύμμετρες που καλύπτουν όλο το πλαίσιο της σελίδας και μοιάζουν να είναι χαραγμένες από πένα και χάρακα. Προχωρώντας την αναζήτησή μου στο τετράδιο του νεαρού άντρα βρίσκω κάτι που με εκπλήσσει. Λίγες σελίδες αργότερα οι παραληρηματικές γραμμές αποκτούν νόημα μιας και μοιάζουν να σχηματίζουν ανθρώπινα πρόσωπα, και ειδικότερα γυναικείες φυσιογνωμίες.

Αφήνω το τετράδιο και σκουπίζω το μέτωπό μου που καίει από την ζέστη. Ο σκύλος κοιμάται στον ίσκιο ανασαίνοντας ρυθμικά την ελπίδα μιας δροσιάς από το υγρό του ανοιχτό στόμα. Μια μύγα πετάει γύρω από το κεφάλι του και την διώχνω με μια μικρή κίνηση. Ένα θαλασσοπούλι ακουμπά για λίγο σε ένα κλαδί του πεύκου, πριν πετάξει ξανά προς την μπλε θάλασσα για να δροσιστεί στα νερά της.

Το μόνο που επισκιάζει το έντονο φως αυτής της θερινής ημέρας και την αποπνικτική ζέστη είναι το πένθιμο βλέμμα του νεαρού άντρα καθώς κοιτάει την άκρη του ορίζοντα. Η ατμόσφαιρα φλογίζει το ιδρωμένο του μέτωπο και συνεργάζεται με την επίμονη σκέψη με αποτέλεσμα ένας πονοκέφαλος να αρχίσει να τον ενοχλεί, που ίσως είναι η απαρχή μιας καινούργιας δημιουργικής στιγμής. Αυτός ο ευαίσθητος άντρας δεν έχει ξεχάσει, ούτε έχει αποδεχτεί ακόμα το χαμό του καλύτερού του φίλου, που πριν δυό χρόνια, με τόσο άδικο και απελπισμένο τρόπο, υποτάχθηκε στην επιπολαιότητα της στιγμής και αυτοκτόνησε, σίγουρα όχι για την καρδιά μιας κοπέλας, όπως είπανε αργότερα, αλλά για έναν πιο εσωτερικό λόγο, μια εσωτερικότητα πιο σκοτεινή και από το πιο εβένινο μαύρο, πιο μοναχική και από την πιο άδικη φυλακή, μια μήτρα που γεννά τέρατα και επινοεί φαντάσματα. Και τώρα η σκέψη του νεκρού φίλου επιστρέφει στη συνείδηση του νεαρού άντρα, όπως συμβαίνει κάθε φορά τους τελευταίους μήνες, ζητώντας εξιλέωση λες και κάποια ενοχή να βαραίνει τους ώμους του.

Το βλέμμα του νεαρού άντρα χαμηλώνει και τώρα πια κοιτάει την ξύλινη κοσμηματοθήκη. Το μεταλλικό διάκοσμο πυρακτώνει τα χέρια του καθώς προσπαθεί αργά αργά να την ανοίξει, ενώ με φωνή πράα, ήρεμη, ήσυχη, λέει “Κασαχέμας…”.



Απομένουν ελάχιστες ώρες για να ξημερώσει. Ο ναυαγός χάραξε για τελευταία φορά το "δακρυσμένο πρόσωπο" στην άμμο της παραλίας, όμως ο ίδιος δεν το ξέρει. Η θάλασσα είναι ακυμάτιστη αυτό το βράδυ και μοιάζει να έχει κάνει ανακωχή με τις πλαγιασμένες, στην παραλία, μορφές, ώστε η μνήμη να παραμένει εκεί σκόπιμα ποθώντας ματαίως την αιωνιότητα. Στην εφήμερη ουτοπία, λοιπόν, που η λαγνεία της μοναξιάς προσφέρει γενναιόδωρα για την ίαση της θλίψης, ο ναυαγός κάθεται ανάσκελα και στοχάζεται μερικές φιλοσοφικές και υπαρξιακές του ανησυχίες. Αναρωτιέται πως ο άνθρωπος μπορεί να γεννιέται θεός και να καταλήγει αδύναμος λίγο πριν τον θάνατο. Άραγε το φως και η δίψα για "ζωή", "la vie", που ακριβώς ξοδεύεται στην υποταγή της ματαιότητας;

Δίπλα στην ανοιχτή του αριστερή παλάμη, βρίσκεται αφημένο το κλαδί με το οποίο χάραξε το προηγούμενο ηλιοβασίλεμα το "δακρυσμένο πρόσωπο". Είναι το ίδιο κλαδί που βρήκε την πρώτη μέρα και με το οποίο χάραξε όλα τα προηγούμενα "πρόσωπα" στην άμμο. Το μαζεύει ξανά με το αριστερό του χέρι και το παρατηρεί άλλη μια φορά με θαυμασμό, όπως ο ζωγράφος το αγαπημένο του πινέλο. Έχει ένα φλοιό κοκκινωπό, πορφυροβαμμένο, όπως η φύση μίλτωσε, κομμένο σε ευθεία τομή σαν από πριόνι, που όμως, εδώ σε αυτό το έρημο από ανθρώπους μέρος δεν θα μπορούσε να είναι εφικτό.

Κοιτάει την τομή στην άκρη του μικρού κλαδιού και επικεντρώνει την προσοχή του στους δυο μικρούς δακτύλιους που μόλις που φαίνονται και μαρτυρούν την ηλικία του. Το κλαδί αυτό έχει ηλικία δυο ετών, σκέφτεται, και νοιώθει έκσταση όταν αναλογίζεται τον τρόπο με τον οποίο μπορεί να δημιουργήθηκαν. Περιεργάζεται το "δέρμα" αυτού του παράξενου κλαδιού, που κόκκινο καθώς είναι του μοιάζει με χέρι ανθρώπινο, το οποίο κοκκινίζει καθώς το διαπερνούν οι φλέβες και οι αρτηρίες.

Ψηλά στον ουρανό το μαύρο μωσαϊκό συναισθημάτων, που κρατά ολόκληρη την έμβια φύση κλειδωμένη στον εσωτερισμό της, αρχίζει να σπάει από ένα φως που γεννάται, θα έλεγε κανείς, παρθενικά και σχηματίζεται σαράντα πέντε μοίρες πάνω από τον ορίζοντα. Ένα άστρο που εμφανίστηκε από το πουθενά προκαλεί δέος στον ναυαγό και φόβο ταυτόχρονα καθώς η ένταση του φωτός και το μέγεθός του αρχίζει να αυξάνει. Το κόκκινο κλαδί πέφτει από τα χέρια του πάνω στον αριστερό κύκλο που συμβολίζει το αριστερό μάτι στο "δακρυσμένο πρόσωπο" της παραλίας. Το "Άστρο της αυγής" παίρνει την τελική του μορφή σχηματίζοντας πέντε ακτίνες φωτός που διαχέουν το φως σε πέντε συμμετρικά σημεία γύρω του.

Τα κύματα της θάλασσας σκορπούν παντού αντανακλάσεις που μοιάζουν με γυάλινα φθινοπωρινά φύλλα δέντρων, που, με τη σειρά του, ο άνεμος τα σκορπά και τα θρυμματίζει στους δρόμους, στα κτίρια και στις απογυμνωμένες πλατείες των μεγάλων πόλεων. Τα αδέσποτα όνειρα, γυμνά, χαράσσονται καθώς τα χτυπά ο άνεμος με τα θρυμματισμένα φύλλα και βάφονται κόκκινα καθώς το αίμα κυλά από τις πληγές του κορμιού τους ανήμπορα να αντιδράσουν.

Καθώς η ένταση του φωτός όλο και αυξάνει, από την κάθετη ακτίνα του πεντάκτινου ανεστραμμένου άστρου, ένα μονοπάτι φωτός αρχίζει να σχηματίζεται και να διασχίζει τον ουρανό μέχρι που φτάνει στην άκρη της παραλίας λίγο μακριά από το σημείο που στέκεται αποσβολωμένος ο ναυαγός. Η παραλία φωτίζεται και αυτά που το φως αποκαλύπτει διαφέρουν από την εικόνα που είχε το συγκεκριμένο μέρος της παραλίας κατά την διάρκεια της μέρας. Αυτό προκαλεί την περιέργεια του ναυαγού, ο οποίος αποφασίζει να πάει να δει τι συμβαίνει από κοντά. Έτσι, λοιπόν, αρχίζει να τρέχει προς το σημείο εκείνο.

Λίγα λεπτά αργότερα ο ναυαγός είναι σε θέση να δει πιο καθαρά το μέρος το οποίο φωτίζεται από το πεντάκτινο αστέρι. Το χρώμα της άμμου είναι πιο σκουρόχρωμο από αυτό που την στιγμή αυτή πατά και η θάλασσα πιο μπλε από τον γαλαζοπράσινο χρωματισμό που είχε συνηθίζει να βλέπει κάθε αυγή που ξυπνούσε και κάθε πρωινό που ανέβαινε στον λόφο να βρει τροφή. Αυτό που του κεντρίζει το ενδιαφέρον είναι μια παράξενη κατασκευή που ξεπροβάλει από την άκρη του δάσους και μοιάζει με καλύβα. Σίγουρα είναι η πιο παράξενη καλύβα που έχει δει ποτέ του, δεν τον νοιάζει όμως γιατί τώρα ξέρει πως και κάποιος άλλος βρίσκεται μαζί του στο νησί και δεν είναι μόνος. Αυτή η φλόγα της ελπίδας, της ύπαρξης μιας συντροφιάς γι’ αυτόν εκεί, τον κάνει να ξεχάσει για λίγο το παράξενο άστρο που τόσο ξαφνικά εμφανίστηκε από το πουθενά, και να ανυπομονεί να γνωρίσει τον κάτοικο αυτής της παράξενης καλύβας ελπίζοντας ενδόμυχα ότι μπορεί να είναι ο σύντροφός του που χάθηκε στο ναυάγιο πριν πολύ καιρό.

Σε κάθε του βήμα η σκέψη τρέχει μαζί του όπως και η φαντασία του που τον έχει πείσει πια ότι αυτός που μένει στην καλύβα της φωτεινής πλευράς της παραλίας είναι ο σύντροφός του, όχι με την υλική του ανθρώπινη μορφή, αλλά το στοιχειό της ψυχής του που απέμεινε από τον θάνατό του. Η μορφή που η ψυχή παίρνει μετά τον θάνατο.. έτσι ακριβώς όπως έμαθε από τους μάγους του χωριού του από παιδί.

“Περίμενε φίλε μου, περίμενε…”




Συνεχίζεται...

Τρίτη 31 Αυγούστου 2010

Πανσέληνος

Ο Αύγουστος σιγά σιγα μας αποχαιρετά και αυτός και μαζι του το καλοκαίρι που συνιστά την γήινη ουτοπία που όλοι μας θέλουμε να ζήσουμε αλλα ποτέ κανεις δεν ζει πραγματικά. Στο τέλος νομίζουμε οτι όλα ήταν υπέροχα αλλα τελικά ήταν απλά μια ψευδαίσθηση. Μερικές φορές όμως έχουμε μάθει να ζούμε με τις ψευδαισθήσεις και η πιο χαρακτηριστική είναι η πανσέληνος η οποία έχει την μοναδική ιδιότητα να είναι και ψευδαίσθηση και πραγματικό γεγονός...


(24/8)


Πανσέληνος αυτό το βράδυ φωτίζει την ψυχρή
μου αδιέξοδη σκέψη του νου σαν παραμύθι
επικαλύπτει το βάρος της ψυχής μου με υγρή
ασημένια ένδυση που πάνω στο μέτωπο τρέχει

Τότε ανοίγω τα μάτια και βλέπω το λυγερό
κορμί της στο καμπύλωμα της φωτεινής σελήνης
με την πλάτη ακουμπισμένη ύπνο τρυφερό
σαν μωρό να ευχαριστιέται σε όνειρο γαλήνης

Τα μαλλιά της σκεπάζουν ελαφρά, καθώς κυλάνε
από τους ώμους, το ασημί της σεληνοφεγγιάς
και πορφυρωνουν τα μάτια μου σαν είναι
απασχολημένα στην υπέροχη στιγμή της...

Τρίτη 29 Ιουνίου 2010

Κάπου στη Θεσσαλονίκη!


Αποφάσισα να σας βάλω ένα κουίζ! Ποιο σημείο της πόλης της Θεσσαλονίκης απεικονίζεται στην πιο πάνω φωτογραφία του 1910, ακριβώς 100 χρόνια πριν; Αν προσπαθήσετε πολύ θα μπορέσετε να διακρίνετε δύο τουλάχιστον ιστορικά μνημεία της πόλης που θα σας βοηθήσουν. Αχ αυτή η πόλη που αλλάζει...

Παρασκευή 25 Ιουνίου 2010

Απόγνωση

Πάρε με ένα τηλέφωνο φίλε
την ώρα αυτή που ανάγκη έχω
μια παρηγοριά, έναν έπαινο
των εγωκεντρικών μωρών στιγμών μου.

Στο παραπέτασμα μιας νύχτας
σύντομης είναι αναρτημένες,
απ’ τον λαιμό δεμένες αλυχτούν
μη φύγει η άξια ψυχή τους

και σαν παιχνίδι με αντιπάλους,
αντίβαρό μου η μηδαμινή
μου αυτοαξία με συνθλίβει
μιας και έπομαι κλιτού ζυγού.

Πώς να πιάσεις απ’ το χέρι μου
τον χτύπο του αόρατου κορμιού μου
να πεις σ’ αγάπησα, αφού λείπει
στο πένθος το βλέμμα και τα χείλη;…

-

Δεν αξίζω τίποτα...

Πέμπτη 17 Ιουνίου 2010

Χορός και συναυλία




Χτες ήταν μια συναυλιακή μέρα για μένα. Βρέθηκα με φίλους στο θέατρο Γης για να ακούσουμε τα υπέροχα τραγούδια του Σωκράτη Μάλαμα, μερικά από τα οποία συνόδευσε με την φωνή της η Μαρίνα Δακανάλη. Ο χώρος ασφυκτικά γεμάτος με κόσμο που αγαπάει αυτού του είδους την μουσική, πολλοί από του οποίους είχαν έρθει από μακριά.
Χάρηκα πολύ που ένιωσα για λίγο απελευθερωμένος και ένωσα την φωνή μου με το πλήθος. Τραγουδήσαμε και χοροπηδούσαμε όλη την ώρα και δεν αφήναμε κανένα στην ησυχία του. Τα νερά οι μπύρες και οι ρετσίνες έδιναν και έπαιρναν και όλοι μα όλοι τελειώσαμε την βραδιά μας λουσμένοι στο αλκοόλ. Κάποιοι δεν κρατήθηκαν και έριξαν μερικές "σταγόνες" στη σκηνή με αποτέλεσμα να ξενερώσει ο Μάλαμας μιας και υπήρχαν καλώδια εκτεθειμένα και εγκυμονούσε πρόβλημα βραχυκυκλώματος και κάποιος μπορεί κάποιος να πει ότι αυτή η συμπεριφορά είναι ασέβεια προς τον καλλιτέχνη. Δεν πειράζει, συγχωρεμένα τα παιδιά.
Σίγουρα σε κάποια συναυλία της επαρχίας τα πράγματα θα είναι πιο ήρεμα και ο Μάλαμας θα έχει περισσότερη όρεξη, αλλά χτες είχαμε ανάγκη να ξεσαλώσουμε.



Και τώρα να μια καλή επιλογή για κάποιον που θέλει να περάσει ευχάριστα το απόγευμα της Κυριακής



Η Σχολή Χορού Φυλλίς Μάντζιαρη παρουσιάζει την ετήσια παράσταση της σχολής στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης και αξίζει την προσοχή μας μιας και το πρωτογενές υλικό της δημιουργίας είναι τα όνειρα, η ελπίδα, η αγάπη, η στοργή και άλλες αξίες και αρετές που βρίσκονται σε αυτό τον κόσμο διασκορπισμένες και ενίοτε κρυμμένες πίσω από τους εαυτούς μας (που αγωνίζονται για την αυτογνωσία), αλλά και μέσα στα πνευματικά μας έργα που στόχο έχουν σε κάποιες σημαντικές για μας στιγμές, να αγγίξουν την ψυχή μας και να νιώσουμε καλύτερα. Κάτι που το επιτυγχάνει αυτό σε μεγάλο βαθμό είναι ο χορός. Έτσι λοιπόν την Κυριακή θα πάω να απολαύσω την παράσταση που με τόση αγάπη και όρεξη έχει στηθεί και την προτείνω σε όποιον βρίσκεται στην πόλη της Θεσσαλονίκης.
Να πω τελειώνοντας ότι καλό είναι να στηρίζουμε προσπάθειες τέτοιου είδους που στόχο έχουν την πνευματική διαπαιδαγώγηση των παιδιών αλλά και των μεγαλύτερων και να τις επιλέγουμε. Όποια παιδεία λαμβάνει ένα παιδί στο σχολείο είναι στείρα όταν δεν συνδυάζεται με όλα αυτές τις τέχνες που ασχολούνται με την πνευματική δημιουργία.

Κυριακή 13 Ιουνίου 2010

Όμορφος μου κύκνος

Όμορφος κύκνος γεννιέται στη ζωή, ευαισθησία..
Άσπρο σύννεφο και γλιστρά στον άνεμο η ψυχή,
θερινή ,ζεστή, ρόδινη σαν ηλιοβασίλεμα.
Ομφή φωνή από τα χείλη της, ποίημα τραγουδάει.

Η λίμνη σου ενδιαίτημα συναισθημάτων
υγραίνει τα λευκά φτερά σου εμπνέοντας σε
αιωρήσεις πλεκτές στους στίχους των γλυκών ασμάτων
που μητρικά σου ψιθυρίζουν, νανουρίζοντάς σε.

Είσαι όναρ που το φευγιό της ζωής μου ηρεμεί
όπως ξεδιψάει η μέρα από τα χρώματα.
Λευκό μαντίλι που κυματίζει φιλημένο, ελαφρύ
και η νύχτα σ’ αγαπά που υπάρχεις στα αρώματα

Στα πλατιά φτερά σου η αγκαλιά αιδεστική
σε πορφυρά άνθη θα καμώνει την συστολή της.
Στο κήπο σου κάθε ευχή ανθίζει αληθινή
Της νιότης κύκνε, της ζηλευτής αθάνατής σου ήβης.

Παρασκευή 14 Μαΐου 2010

Τα δάκρυα της Ίλσα - Μέρος Γ'

Πριν συνεχίσετε, διαβάστε: Τα δάκρυα της Ίλσα - Μέρος Α' ,Τα δάκρυα της Ίλσα - Μέρος Β'



Έτσι τυφλωμένος από το φως, ακούω έναν οξύ ήχο όμοιο με αυτόν που κάνει το χαρτί όταν σκίζεται ανοίγοντας τον δρόμο στις λέξεις και στα σχήματα που απεικονίζονται πάνω του να μετατοπίζονται στην πραγματικότητα. Είναι η Ίλσα που έρχεται κοντά μου. Σε κάθε της βήμα οι περσίδες του παραθύρου κλείνουν το σκοτάδι μέσα μου. Το μπαλάκι του μπέιζμπολ κρύφτηκε, πια, πίσω από το φως, που με τη σειρά του εγκλωβίστηκε πίσω από τις κλειστές περσίδες.

Το σώμα στο σκοτάδι είναι κρύο. Ακούς να συνασπίζονται οι γνωστές λέξεις και να διανθίζουν το μονοπάτι του Πόθου. "Je te montre la vie"(Θα σου δείξω τη ζωή) μου ψιθυρίζει στο αυτί η Ίλσα.

"Je vous montre la vie, Je vous montre la lumière et les ténèbres de votre âme, vous montrer le monstre de vous-même. Αυτές τις λέξεις φωνάζει μέσα από την Γκουέρνικα ο Πικάσο, μέσα από τον σουρεαλισμό της τέχνης του. Αυτός ο σουρεαλισμός αντικατοπτρίζει πλήρως την ανάγκη του ανθρώπου να φύγει από την πραγματικότητα της βίαιης φύσης του" λέγει ο καθηγητής Ευρωπαϊκής Τέχνης στη Σχολή Καλών Τεχνών του Πανεπιστημίου της Βοστόνης, όπου σπούδαζα. Δίπλα μου στο αμφιθέατρο κάθεται η Μπελ, συμφοιτήτριά μου και καλή φίλη στα χρόνια που πέρασα στη Βοστόνη, με την οποία κράτησα επαφή και μετά τις σπουδές μου, μέχρι τον γάμο της όπου, όπως ήτανε φυσικό, απομακρύνθηκε από την παλιά της ζωή για να αφιερωθεί στη νέα της οικογένεια.

"Έχω πάρει μια εργασία με θέμα Τέχνη και Κινηματογράφος για το μάθημα της ζωγραφικής. Σχεδίασα κάποιες σκηνές από τον κινηματογράφο και έχω αγωνία αν ο καθηγητής μου τις αξιολογήσει θετικά, θέλεις να τις δεις να μου πεις την γνώμη σου;" είπε η Μπελ. Απαντώ θετικά. Η Μπελ ξεφυλλίζει το τετράδιο μπροστά μου και για μια ακόμα φορά επιβεβαιώνω το ταλέντο που έχει στη ζωγραφική. Μια σκηνή από τον Μάγο του Όζ, μια άλλη από ταινία του Τσάπλιν και κάπου εκεί ένα σχέδιο της Ingrid Bergman με τον Humphrey Bogart από την ταινία Casablanca. Η λεζάντα γράφει Ίλσα και Ρίτσαρντ. Περίμενε λίγο, της λέω. "Ίλσα και Ρίτσαρντ" διαβάζω. "Ναι, Ίλσα και Ρίτσαρντ! Σου αρέσει;" με ρωτά η Μπελ.



"Je te montre la vie" μου λέει η Ίλσα ψιθυρίζοντας στο αυτί. Ανοίγω τα μάτια και βρίσκομαι σε ένα σκοτεινό δωμάτιο. Κάπου κοντά μου υπάρχει κι άλλος ένας άντρας αλλά τον διακρίνω θολά επειδή τα μάτια μου αργούν να συνηθίσουν το σκοτάδι πλαισιωμένο από το λιγοστό φως που η χαραμάδα του παραθύρου αφήνει να περάσει. Προφανώς δεν με έχει αντιληφθεί, τουλάχιστον για την ώρα. Σηκώνεται και ανοίγει το παράθυρο για να μυρίσει καλύτερα την θάλασσα που διακρίνεται στο βάθος του τοπίου. Το φως εισβάλει στον χώρο και μου χαρίζει μια πιο καθαρή οπτική εικόνα αυτού του λυτού δωματίου. Προφανώς είναι ένα σπίτι σε μια παραλία στο οποίο κάποιος παραθερίζει το καλοκαίρι ξεφεύγοντας από τις υποχρεώσεις του χειμώνα, αδειάζοντας τις σκέψεις του δροσίζοντάς τες στη θάλασσα. Στη γαλάζια θάλασσα.

Ο άντρας αυτός είναι νεαρός στην ηλικία. Φοράει ένα λευκό πολύ λυτό πουκάμισο και ένα παλιό καφετί παντελόνι, ενώ είναι ξυπόλυτος πάνω στο σανιδένιο πάτωμα. Έχει μαύρα μαλλιά που ανεμίζουν ελαφρά στο αεράκι που εισέρχεται από το ανοιχτό παράθυρο. Στέκεται αγέρωχος κρατώντας με το δεξί του χέρι το ένα παραθυρόφυλλο και με το άλλο ακουμπά στο περβάζι του παραθύρου και κοιτά τα κύματα που μοιάζουν να έρχονται από τον μακρινό ορίζοντα. Πάνω στο περβάζι υπάρχει μια γλάστρα με μαργαρίτες που η κίνηση του αέρα τις κάνει να μοιάζουν με νερόμυλους καθώς τα πέταλα βυθίζονται στο νερό και ξεπροβάλουν ξανά από την άλλη μεριά μέσα από τα αφρίζοντα κύματα.

Στα θεμέλια του νερόμυλου βρίσκεται τσακισμένο ένα καράβι. Ίσως είναι το καράβι του ναυαγού που τώρα στέκεται μόνος του αναπολώντας την χαμένη του συντροφιά στην μακρινή παραλία του σιέλ τοίχου στο σπίτι του Δαυίδ. Τα πέταλα του νερόμυλου βυθίζονται κάθε φορά λίγο πιο πάνω από το κατάστρωμα του ναυαγισμένου πλοίου, πάνω στο οποίο υπάρχει ένας πίνακας που απεικονίζει έναν άντρα, ο οποίος μοιάζει να ήταν η συντροφιά του άτυχου ναυαγού. Ο πίνακας αυτός μου φαίνεται γνωστός, και ο άντρας που απεικονίζεται είναι ίδιος με τον νεαρό άντρα που στέκεται μπροστά μου στο ανοιχτό παράθυρο.

Ένα ημερολόγιο στον τοίχο είναι ανοιχτό στον μήνα Αύγουστο γραμμένο στα ισπανικά, ενώ στο μικρό τραπεζάκι, στο κέντρο του δωματίου, είναι ανοιχτά δύο βιβλία. Πηγαίνω κοντά και ακουμπώ την ξύλινη καρέκλα που βρίσκεται μπροστά από το τραπέζι. Σηκώνω ελαφρώς τα βιβλία για να δω τα εμπροσθόφυλλά τους. Το ένα, αυτό που είναι γραμμένο στα γαλλικά, είναι το Les lys dans la vallee του Ονόρε ντε Μπαλζάκ, ενώ το άλλο είναι ένα απλό γαλλοισπανικό λεξικό. Παρατηρώ οτι στο βιβλίο του Μπαλζάκ είναι υπογραμμισμένη η φράση "Elle vous montre la vie comme elle est"(Θα σας δείξει τη ζωή όπως είναι). Αμέσως, με έκπληξη, αντιλαμβάνομαι ποιος είναι ο νεαρός άντρας που ακόμα στέκεται στο περβάζι του παραθύρου. Πηγαίνω πιο κοντά στο ημερολόγιο για να δω καθαρά την ημερομηνία. Είναι Αύγουστος του 1902.

Οι ήσυχες μέρες του Αυγούστου περνούν νωχελικά για τον ναυαγό. Ο πόνος του μαλακώνει τον εγωισμό του και αυτό τον κάνει ευάλωτο και πολύ πιο ευαίσθητο στα ηλιοβασιλέματα. Αφήνεται, και το σώμα του πέφτει στην ζεστή άμμο. Τα υγρά μάγουλά του την υγραίνουν καθώς σκέφτεται τον σύντροφό του που ξεθωριάζει λίγο κάτω από τον ανθισμένο νερόμυλο.

Παρατηρώ τον νεαρό άντρα και αντιλαμβάνομαι σταγόνες να πέφτουν στο πλινθόκτιστο περβάζι του παραθύρου. Αυτός, όπως και ο Δαυίδ, δεν γνωρίζει την παρουσία μου στο χώρο, αφού δεν μπορεί να με δει. Κοιτώ τα βιβλία που είναι ανοιχτά στο τραπέζι. Τώρα πια ξέρω πως ο νεαρός Ισπανός προσπαθεί με αυτό τον τρόπο να μάθει Γαλλικά μιας και στις αρχές του φθινοπώρου θα ταξιδέψει στο Παρίσι, όπου και θα μείνει αρκετό καιρό. Το ένστικτό μου με ωθεί να πλησιάσω τα βιβλία και να κοιτάξω ξανά την υπογραμμισμένη φράση "Elle vous montre la vie comme elle est", που για κάποιο λόγο έκανε εντύπωση στον νεαρό άντρα, στην σελίδα 16 του βιβλίου στα αριστερά. Ακουμπώντας την ανοιχτή σελίδα με τα τυπωμένα γράμματα, που η μελάνη τους ακόμα διατηρεί την μυρωδιά της, μυρώνοντας την ιστορία με τις ευωδιαστές, γαλλικές, ρομαντικές ιδέες του Μπαλζάκ, αισθάνομαι οτι πρέπει να τσακίσω την επάνω αριστερή άκρη της σελίδας ώστε να επισημάνω κάτι σημαντικό στη σελίδα αυτή που αργότερα μπορεί να είναι χρήσιμο.

Πάνω στο τραπέζι εκτός από τα δυο βιβλία, υπάρχει και μια ξύλινη, πολύ λεπτά διακοσμημένη, καφετί κοσμηματοθήκη με τετράγωνο σχήμα. Στο πλάι με ξυλόγλυπτα γράμματα κόκκινου χρώματος διακρίνεται η επιγραφή "Souvenir de Paris". Ο νεαρός άντρας γυρίζει το κεφάλι του ώστε να κοιτά προς το τραπέζι σκουπίζοντας ταυτόχρονα τα δάκρυα από τα μάτια του. Το βλέμμα του αναζητά κάτι συγκεκριμένο και μόλις το βρίσκει περπατά μέχρι το τραπέζι και το παίρνει, ενώ ταυτόχρονα κλείνει τα ανοιχτά βιβλία τοποθετώντας τα στη βιβλιοθήκη πίσω του. Περιεργάζεται την ξύλινη κοσμηματοθήκη και οδηγεί την ματιά του μακριά στον ορίζοντα, πάνω από την ήρεμη Αυγουστιάτικη θάλασσα.

Λίγο πριν πέσει ο ήλιος στη δροσερή θάλασσα του Αυγούστου, ο ναυαγός αισθάνεται οτι το κενό της απουσίας του φίλου του θα πρέπει με κάποιον τρόπο να καλυφθεί, γι' αυτό αμέσως σηκώνεται από την άμμο και ψάχνει για ένα μικρό κλαδί κάτω από τα πευκόδεντρα. Δίπλα από τις κίτρινες πευκοβελόνες και τους πεσμένους σποροφόρους κώνους βρίσκει τελικά ένα μικρό κυρτό κλαδί, αιχμηρό στη μια άκρη του και γεμάτος χαρά, που θα πετύχει επιτέλους το σκοπό του, το σηκώνει από το έδαφος και κατευθύνεται προς την αμμουδιά που πριν λίγο καθόταν.

Πιάνει και με τα δυό του χέρια σφιχτά το κλαδί και κάνει ένα μεγάλο κύκλο με παχύ περίβλημα στην άμμο γυρίζοντας γύρω από τον εαυτό του. Μόλις τελειώνει τον κύκλο, ικανοποιημένος από το αποτέλεσμα, βγαίνει από αυτόν και με το κλαδί φτιάχνει άλλους δύο μικρότερους μέσα στον μεγάλο καθώς και μια γραμμή ανάμεσα στους δύο μικρότερους κύκλους.

Από τον ήλιο, πια, είναι ορατό μόνο ένα μικρό μέρος του ενός του ημικυκλίου. Ο ουρανός βάφεται σιγά σιγά εβένινος και αυτό ενεργοποιεί ένα μικρό ψίθυρο που καλεί την ψυχή μας να δημιουργήσει. Τα φώτα των αστεριών τρεμοπαίζουν στο ρυθμό που το κάλεσμα ακούγεται από την ψυχή και το ύδωρ καλείται να δροσίσει αενάως την αμμουδιά με την μορφή μικρών κυμάτων που φτάνουν και σταματάνε στα πόδια του ναυαγού. Και όπως το ύδωρ της θάλασσας, έτσι και η ψυχή ξεσπά πάνω στον ναυαγό, ο οποίος συνειδητοποιεί πως πρέπει να κάνει κάτι ακόμα ώστε το σχέδιο που σχημάτισε στην αμμουδιά να είναι ολοκληρωμένο. Με το κλαδί του λοιπόν, χαράσσει δυο μικρές γραμμές κάτω από τον αριστερό μικρό κύκλο που ο ίδιος το ονομάζει "μάτι". Κάθεται οκλαδόν μπροστά από αυτό που δημιούργησε και ονομάζει τις δυο αυτές γραμμές "δάκρυα".

Κάθε πρωί που θα ξυπνάει ο ναυαγός θα ανακαλύπτει οτι η θάλασσα έσβησε τα σημάδια που άφησε στην άμμο την προηγούμενη μέρα. Σε κάθε ηλιοβασίλεμα όμως αυτός θα παίρνει το κλαδί του από τα πευκόδεντρα και θα σχηματίζει ένα καινούργιο, το οποίο κάθε φορά θα μοιάζει όλο και περισσότερο στο πρόσωπο του πίνακα που ξεθωριάζει μέρα με την μέρα κάτω από τον ανθισμένο νερόμυλο.



Συνεχίζεται...

Πέμπτη 6 Μαΐου 2010

Ντροπή!



Η κοινωνία που συγκροτούν οι άνθρωποι δεν διαφέρει και πολύ απο αυτες των υπόλοιπων έμβιων όντων. Το γεγονός, δε, οτι ο άνθρωπος έχει ανεπτυγμένη την ικανότητα της λογικής καθιστά την κοινωνία του θλιβερό κτηνώδες κατασκέβασμα του εγωισμού. Η λογική υπάρχει μέσα στον παραλογισμό σαν ομόκεντρος κύκλος πραγμα που επιτρέπει στον παραλογισμό να εγκλωβίζει περιμετρικά την λογική και να την στραγκαλίζει προκαλώντας της ασφυξία. Αυτή ειναι η βασική λειτουργία - μηχανισμός που αναπτύσει τις σχέσεις και τους δεσμούς μεταξύ των ανθρώπων, επομένως και των κοινωνικών δομών τους.
Κάποτε υπήρχε μια κοινωνία στον ελλαδικό χώρο που αποτέλεσε μήτρα άλλων νεότερων πολύ σημαντικών κοινωνιών του ανθρώπινου γένους, σημαντικών και ιδιαίτερων λόγο των μελανών σελίδων που άφησαν στην ιστορία μας. Η κοινωνία αυτή προνοούσε και ενδιαφερόταν πολύ για την ικανοποίηση του παραλογισμού των μελών της θυσιάζοντας τα παιδιά της στον Καιάδα. Τα άχρηστα παιδιά της. Αυτά τα παιδιά που η λογική θεωρούσε οτι ήταν ανάξια να προσφέρουν πράγματα στην κοινωνία. Άξιος συνεχιστής της κοινωνίας αυτής στάθηκε τον προηγούμενο αιώνα ο Χίτλερ υποκινουμενος απο την ξενοφοβία και απο την άνευ προηγουμένου οικονομική κρίση που μάστιζε την ευρώπη την δεκαετία του 30' η οποία δεν άργησε να μετατραπεί σε ιδεολογική.
Σήμερα λοιπόν η δική μας κοινωνία ερχεται ξανά σε επαφή με μια οικονομική κρίση και ζητά μια διέξοδο που θα την οδηγήσει σε μια δήθεν ανάκαμψη. Πόσο ώριμη, όμως, είναι ωστε να πάρει τις σωστές αποφάσεις, να δει τις πραγματικές αιτίες του προβλήματος και να δώσει λύσεις εκεί που χρειάζονται; Η απάντηση ήρθε χτες με τον θάνατο 3 ανθρώπον και την θυσία ενός παιδιού που δε πρόλαβε να γεννηθεί. Χτες η κοινωνία μας αποφάσισε να θυσιάσει τα αγέννητα παιδιά της και έτσι ντύθηκε με τις χλαμίδες του φασισμού και του νεοναζισμού ωστε να γιορτάσει τον νέο Χίτλερ που γεννήθηκε για να ηγηθεί της επανάστασης.
Οι άνθρωποι που απαρτίζουν την κοινωνία σήμερα είναι πολύ κατώτεροι των περιστάσεων σε όλες τις δήθεν ανεπτυγμένες χώρες του κόσμου. Είναι σε θέση αυτοί να ανατρέψουνε το κεφάλαιο; Να κάνουν αγώνες για την προάσπιση της ελευθερίας τους και της ιδεολογικής τους ανεξαρτισίας; Να σταθούν αλληλέγγυοι στους λαους που έχουν την ανάγκη μας; Η κοινωνία που έχουμε σήμερα δεν συγκρίνεται, οχι με αυτη που απελευθέρωσε την χώρα απο την τουρκοκρατία, όχι με αυτη που στη Γαλλία οδήγησε στην επανάσταση του 1789, αλλα ούτε καν με την κοινωνία της παλαιολιθικής εποχής!
Αίσχος!

Πέμπτη 29 Απριλίου 2010

Τα δάκρυα της Ίλσα - Μέρος Β'

Πριν συνεχίσετε, διαβάστε: Τα δάκρυα της Ίλσα - Μέρος Α'

Η θλίψη στα πρόσωπο της Ίλσα ήταν το μόνο ορατό σημάδι που φανέρωνε τον ψευδόπικρο πόνο που ο χρόνος αφήνει σε όσα με μαεστρία θολώνει, κρύβοντας την ολότητα της ομορφιάς τους και την υπερεκτιμημένη σπουδαιότητα που ίσως να είχαν κάποτε. Μιλώ φυσικά όχι για τα αντικείμενα που το κουτί κρύβει μέσα του, αλλά για τα συναισθήματα που κορυφώνουν τις στιγμές στην ζωή μας. Και όταν συλλογιζόμαστε όλα αυτά, νιώθουμε γειωμένοι σαν να έχουμε ξαπλώσει στην πλαγιά ενός λιβαδιού για να χαρούμε το ηλιοβασίλεμα μαζί με το χορταράκι που φυτρώνει δίπλα, την παπαρούνα, το τριφύλλι, την καλαμιά στο διπλανό ποτάμι, την ίρις και το στάχυ.
Μετά την καταιγίδα όλα γνωρίζουν ότι θα δημιουργηθούν ξανά.

Η παλάμη του ενός χεριού ήταν κόκκινη σαν να είχε βυθιστεί στο εσωτερικό κάποιου κορμιού για να αγγίξει μια ψυχή ήσυχα. Παρά το ξάφνιασμά μου δεν έχασα την ψυχραιμία μου. Αυτό το ροδόχρους πρόσωπο δεν θα μπορούσα ποτέ να το φοβηθώ. Σηκώθηκα και κάθισα οκλαδόν μπροστά της. Έπιασα το χέρι με την κόκκινη παλάμη και ένιωσα ένα ρίγος να με διαπερνάει στη ραχοκοκαλιά μου και να κάνει τον λαιμό μου να πνίγεται σαν από συγκίνηση όταν λαχταράει για ένα συναίσθημα και ο λόγος ήταν ότι το χέρι της Ίλσα ήταν κρύο και λείο σαν να λαξεύτηκε από μάρμαρο. Απ’ την άλλη, δεν ήταν καθόλου άκαμπτο, είχε την ευλυγισία του χεριού μιας χορεύτριας. Θα μπορούσε κάποιος να πει ότι πλάστηκε την ίδια μέρα που πλάστηκε και ο υπόλοιπος κόσμος. Ότι ζούσε για πάντα κάπου εδώ.

"Γιατί είσαι λυπημένη; Μοιάζεις με πλάσμα αγγελικό.. δεν θα έπρεπε να έχεις θνητά συναισθήματα", της είπα.
"Τα συναισθήματα είναι αθάνατα." Απάντησε. "Έρχονται και επουλώνουν τις πληγές της αμαρτίας. Είναι ένα ποταμάκι που ξεδιψάει έναν έρημο τόπο που υπάρχει για να είναι έρημος, και ο τόπος αυτός είναι ένας μικρός θάνατος ακριβώς γιατί υπάρχει για να είναι ένα άψυχο σώμα. Εκεί που δε θα πατήσεις ποτέ δε θα ζήσει το ταξίδι, κανένας άνεμος δεν θα σκίσει κάποιο άσπρο πανί πάνω στην ένταση του για να αφήσει ναυαγούς.. ανθρώπους για τους ανθρώπους.. δεν θα ακουστούν ποτέ τα τραγούδια τους εκεί, ούτε το ποτό τους θα μεθύσει το χώμα του. Κανείς δε θα λέει ιστορίες για λευκάνθεμα και λυρικές καταιγίδες."

Μερικές φορές μετά την καταιγίδα η θάλασσα εξακολουθεί να έχει εκείνο το μουντό χρώμα που θυμίζει την νύχτα, η όποια σε λίγες ώρες θα γεμίσει τον ουράνιο θόλο. Ο ναυαγός, γυμνός, το γνωρίζει καθώς την παρατηρεί, όμως μόνος του καθώς είναι δεν ντρέπεται για την γύμνια του και γι' αυτό δεν θα τρέξει να βρει τα βρεγμένα κουρέλια από το ναυάγιο για να σκεπαστεί, μόνο αναλογίζεται και αναρωτιέται για ποιό λόγο ταξίδευε μόνος του. Και τότε η νύχτα πέφτει και του "χαρίζει" τ' αστέρια και μια σπίθα για να ανάψει φωτιά στα ξερόκλαδα των κωνοφόρων που βρήκε εκεί κοντά. Θα βρει καρύδες, μάνγκο και μπανάνες για να χορτάσει την πείνα του και θα πέσει να κοιμηθεί περιμένοντας να 'ρθει η αυριανή μέρα ώστε να κοιτάξει και πάλι την ίδια μουντή θάλασσα και να αναρωτηθεί για ποιό λόγο ταξίδευε μόνος του.

Η νύχτα σκοτεινιάζει το τοπίο και μια λαμπρή ομίχλη το θολώνει στα μάτια μου. Τα κύματα μοιάζουν με ψάρια που έβγαλαν φτερά και πετάνε μακριά από τα χέρια μου που μάταια προσπαθούν να τα πιάσουν. Πνίγομαι. Με παρασέρνουν μακριά από την αμμώδη παραλία, από το δάσος με τις φοινικιές, από το ίδιο το νησί.

Ένα χέρι, που στην αφή θυμίζει μάρμαρο λαξεμένο, μου αγκαλιάζει τον λαιμό και ένα άλλο ανοίγει μια πόρτα πίσω μου. Με οδηγεί μέσα και όταν αυτή κλείνει το χέρι εξαφανίζεται και εγώ βρίσκομαι μπροστά σε έναν σιέλ τοίχο να κοιτώ έναν πίνακα αντίγραφο του "Μπλε Γυμνού" του Pablo Picasso, ενώ βλέπω το είδωλό μου να αντανακλάται από την γυάλινη επιφάνεια που καλύπτει και προστατεύει τον πίνακα. Πίσω μου ένα γραφείο, ένα κρεβάτι, και γενικά μια ακαταστασία επικρατεί. Το γνωρίζω αυτό το δωμάτιο.

Γρήγορα εμφανίζεται ο Δαυίδ κρατώντας ένα μεγάλο χάρτινο κουτί, ίδιο με αυτό που περιμένει στην είσοδο του σπιτιού μου να ανυψωθεί στο πατάρι της αμφισβήτησης, και το τοποθετεί στο κέντρο του δωματίου, ενώ κοιτώντας δεξιά και αριστερά του τα σκόρπια βιβλία, cd's, δίσκους βινυλίου και άλλα περιττά πλέον μικροαντικείμενα, διακρίνεται στο βλέμμα του η ανυπομονησία να φυτέψει μέσα εκεί τον σπόρο που θα σφυρηλατήσει τα δεσμά που θα κρατήσουν φυλακισμένη την ύπαρξη της Ίλσα. Η βιβλιοθήκη, τα συρτάρια, το γραφείο όλα λεηλατημένα. Όλα έρμαια της μοίρας και όλα επιλογές του ανθρώπου που ως γνωστόν ξέχασε τις ευκαιρίες που είχε για να φέρει γαλήνη στην ψυχή του. Που ξέχασε για ποιο λόγο ταξίδευε μόνος του στον Ωκεανό.

Καθώς ο Δαυίδ γέμιζε το κουτί σιγά σιγά άρχισα να βλέπω το πρόσωπο της Ίλσα να σχηματίζεται στη μια πλευρά του κουτιού σαν ιχνογράφημα παιδικό και το σκίτσο άφηνε γραμμές να επεκτείνονται προς τα δεξιά και προς τ' αριστερά κάθε φορά που ένα καινούργιο συναίσθημα απαξίας, αθυμίας και αντιπάθειας προς εμένα εξέπεμπε από το βλέμμα του Δαυίδ καθώς τοποθετούσε τα σύμβολα μιας φιλίας που θύμιζαν εμένα. Οι γραμμές λοιπόν σαν τρίχες μαύρες, από την ραθυμία της ψυχής μας να τις δώσει χρώμα, σαλεύουν απελπισμένες γιατί θέλουν να βγουν έξω από το πλαίσιο. Να τις αγαπήσει ο αέρας να τις ερωτευτεί η βροχή. Να δουν τον χρόνο να πέφτει από αυτές σαν φτερό. Και τότε καταλαβαίνω ότι οι γραμμές αυτές αναπαριστούν κύματα.

Κοιτώ τα πόδια μου που βουλιάζουν στην άμμο. Πόσο λατρεύω αυτή την αίσθηση στην ακροθαλασσιά το καλοκαίρι. Κοιτώ πέρα από τα κύματα που έρχονται και με δροσίζουν και βλέπω μια βάρκα να οδηγείται από τα κύματα στην ακτή, και μέσα έναν επιβάτη να κρατά αντί για κουπί ένα μεγάλο φτερό και μ' αυτό να προσπαθεί να επιβληθεί στα κύματα και να αλλάξει την ρότα του ταξιδιού μα μάταια.

Τα μάτια της Ίλσα στο κουτί ανοίγουν, ξηρά, χωρίς δάκρυα και με ένα επιβλητικό ύφος. καρφώνονται πάνω μου. "Όλοι ταξιδεύουμε μόνοι μας" μου λέει. Είναι το μεγάλο "θέλω" της μοίρας από το οποίο δεν μπορούμε να ξεφύγουμε, ή μήπως δεν τολμούμε να ξεφύγουμε; Μοιάζει με μια μεγάλη λευκή σφαίρα πάνω στην οποία υπάρχουμε εμείς, μαύρες κουκίδες που αρεσκόμαστε να ζούμε στην επιφάνειά της επειδή η αντίθεση που κάνει το δικό μας χρώμα με αυτό της επιφάνειας της άσπρης μπάλας μας κάνει να νιώθουμε σημαντικοί για την ουσία της ύπαρξης. Η λευκή σφαίρα είναι η αδυναμία μου, το μαλακό μου προσκεφάλι, η προέκταση της ασφάλειας που νιώθω και ο πιστός μου σύμβουλος.

Ενώ κάνω αυτές τις σκέψεις βλέπω τον Δαυίδ να παίρνει στα χέρια του ένα μπαλάκι του μπέιζμπολ που κρυβότανε πίσω από ένα βιβλίο του Coelho, που εγώ ποτέ δεν συμπάθησα, και να το κοιτάζει για κάποια δευτερόλεπτα πριν κάτσει στο κρεβάτι και αρχίσει να αναλογίζεται κοιτάζοντας έξω από το παράθυρο στο κενό του απογευματινού ουρανού. Γνωρίζω πολύ καλά αυτό το μπαλάκι. Εγώ του το είχα κάνει δώρο όταν, πριν χρόνια και ενώ σπούδαζα στο πανεπιστήμιο της Βοστόνης, μυήθηκα στον κόσμο του μπέιζμπολ. Ενώ παρακολουθούσα έναν αγώνα των Red Socks (την ομάδα της Βοστόνης που υποστήριζα και υποστηρίζω), ο μπάτερ των Red Socks απέκρουσε το μπαλάκι και το έστειλε εκτός αγωνιστικού χώρου στην κερκίδα που καθόμουν. Εγώ χωρίς να χάσω χρόνο κατάφερα να το πιάσω πριν προλάβει κάποιος άλλος, και το κράτησα, γιατί στο μπέιζμπολ όταν το μπαλάκι βγει εκτός γηπέδου έχεις το δικαίωμα να το κρατήσεις.. ως αναμνηστικό. Αρέσκομαι στους αποτυχημένους μάλλον. Αυτή η ομάδα έχει να πάρει πρωτάθλημα από το 1918.

"Η Μαργαρίτα δεν άνθισε ακόμη" Αυτά ήταν τα λόγια του όταν του έδινα το μπαλάκι του μπέιζμπολ κοιτώντας ταυτόχρονα την αδερφή του που γελούσε στο δίπλα δωμάτιο ενώ μιλούσε στο τηλέφωνο. Είχα να την δω ένα χρόνο και εκείνη τη στιγμή μου φάνηκε διαφορετική. Πιο προσιτή. Ίσως έφταιγε το χαμόγελό της.

Η Μαργαρίτα ήταν τότε 24. Εγώ 27. Ο αδερφός της επέμενε ότι ήταν ακόμη πολύ ανώριμη. Εγώ δεν το έλαβα υπόψη μου γιατί υπερίσχυε τότε η χαμηλή μου αυτοεκτίμηση. Δεν άκουσα τις συμβουλές του. Μόλις είχα γυρίσει από μια ζωή στην οποία έμαθα να παίρνω αυτά που θέλω χωρίς να διστάζω από την γνώμη των άλλων. Ποιοί είναι οι άλλοι που θα μου πουν τι θα κάνω έλεγα. Ούτε τον εαυτό μου δεν άκουγα.

Το 1993 υπήρχε ένα μπαράκι στην παραλία της Καλαμαριάς από το οποίο έβλεπες μια υπέροχη θέα. Όχι ότι από τα άλλα δεν έβλεπες, αλλά εκείνο είχε μια όμορφη έντεχνη μουσική με την οποία όλα όσα απολάμβανες με την όρασή σου μετουσιώνονταν σε εικόνες γεμάτες χρωματιστούς παλμούς που έκαναν τα παράκτια φώτα να τρεμοπαίζουν στους ρυθμούς των Κατσιμιχαίων, στους στίχους της Λίνας Νικολακοπούλου και στη μουσική του Λοΐζου, που αγαπούσα πολύ να ακούω.

Μια εβδομάδα μετά την συνάντηση με τον Δαυίδ, όπου του έδωσα το μπαλάκι του μπέιζμπολ, είδα στο μπαράκι που σύχναζα την Μαργαρίτα συνοδευόμενη από δύο φίλες της. Δεν πέρασαν πολλά λεπτά μέχρι να αντιληφθεί την παρουσία μου. Με κοίταξε και μου γέλασε. Το βιολί που ακουότανε στο χώρο μου θύμισε πουλί που προσπαθεί να πετάξει με άγαρμπο τρόπο. Το βλέμμα της μου έδινε να καταλάβω ότι ένιωθε για μένα ένα ιδιαίτερο συναίσθημα και κάθε φορά που σκεφτόμουν ότι αυτή η κοπέλα μπορεί να με αγαπά ένιωθα ένα ρίγος να διαπερνάει την ράχη μου και να συστέλλει το βλέμμα μου που διψούσε για αυτή την ένωση.

Το βλέμμα της γνωστό. Κοιτούσε βαθιά τον ορίζοντα που γέμιζε την θάλασσα με ύδατα για να κολυμπούν τα θαλασσοπούλια στην επιφάνειά της. Κάτι φαινότανε να σκέφτεται καθώς οι τελευταίες ακτίνες της μέρας χάνονταν στα διάφανα ύδατα και αυτό το κάτι επιμελώς γρατζούνιζε την χορδή του βιολιού στον ήχο που άκουγα. Τα μαύρα μάτια της έδιναν γοητεία στο λευκό της πρόσωπο και συνδυάζονταν με τα σγουρά καστανά μαλλιά της όπως η γλυκύτητα της αρμονίας στον ήχο του βιολιού που περνά μέσα από τα σχήματα F. Στα χέρια της κρατούσε το άσπρο μάλλινο γαλλικού τύπου μπερέ που αγαπούσε να φορά εκείνες τις μέρες, με τα άσπρα γάντια της να τα καλύπτουν από το ελαφρύ ψύχος του απόβραδου.

Κοιτούσε αριστερά την μια φίλη της, μετά εμένα και γελούσε ξανά κοιτώντας την άλλη φίλη της. Ίσως κατάλαβε ότι ήμουν γυμνός στο μοναχικό νησί των καραβοτσακισμένων ναυαγών. Κάποια στιγμή κοιτώντας με, σήκωσε το κεφάλι και στρέφοντάς το προς την φίλη της στα δεξιά της, διάβασα τα χείλη της να λένε "Ας του δώσω κάτι πικρό να πιεί..." Έπεισα τον εαυτό μου ότι το φαντάστηκα, απλώς.

Οι ήχοι, η μουσική σαγηνεύουν τα αναλιγώματα των πόθων μου και χαρίζουν στο ναυαγό έναν ελαφρύ ίσκιο πάνω από την ερωτική παγίδα. Η Μαργαρίτα βημάτιζε προς το μέρος μου εμπνέοντας νέους πόθους. "Καλησπέρα, τι κάνεις Ιάσονα;" μου είπε, και μου χάρισε ένα λάγνο χαμόγελο.

Αρχίσαμε να μιλάμε για τα παλιά, για τη ζωή του καθενός, για πράγματα χαζά και για λιγότερο χαζά. Κάθε φορά σήκωνε τα χέρια της για να σχηματίσει εικόνες κινούμενες στα λόγια της και οι κινήσεις των χεριών παιχνίδιζαν την καρδιά μου, η οποία με τη σειρά της με απελευθέρωνε σαν περήφανο καπετάνιο. "Μ' αρέσει έτσι όπως γελάς" είπα, "Έρχεται σαν φως και φεύγει σαν σκοτάδι" απάντησε, "όπως ή ψυχή" είπα εγώ, "που μένει χωρις έρωτα" πρόσθεσε. Στις τελευταίες της λέξεις ήρθε κοντά και κοίταξε αινιγματικά τα μάτια μου προφανώς για να ψάξει αυτή την ψυχή μέσα μου, να την αλιεύσει σαν ψάρι τρομοκρατημένο. Τσαλαβουτούσε στα νερά γυμνή σηκώνοντας αφρούς αλμύρας και τελικά κατάφερε να το πιάσει πριν αυτό προλάβει να πετάξει ψηλά στον ουρανό. Ένιωσα μια παράξενη ηδονή. Έπιασα το χέρι της και το κράτησα σφιχτά σαν να την παρακινούσα να κρατήσει την ψυχή μου για πάντα κοντά της και να την αγαπά. Έσκυψα κοντά της, και μετά πιο κοντά και στο παραλήρημα της σιωπής ανάμεσά μας την φίλησα στα χείλη.

Μετά από ένα δευτερόλεπτο που φάνηκε να το απολαμβάνει, απομακρύνθηκε από τα χείλη μου και με χαστούκισε. Μου είπε "Ξέρεις κάτι; Είσαι ένα καθίκι αγόρι μου!" και έφυγε βιαστικά, δίνοντας σε ακόμα μια Αργοναυτική εκστρατεία ένα άδοξο τέλος.

Αυτά έγιναν τότε, και τώρα βλέπω τον Δαυίδ να σφίγγει το μπαλάκι του μπέιζμπολ γεμάτος οργή, η οποία οφείλεται και στο λογότυπο των Red Shocks που είναι κόκκινο, και το κόκκινο είναι ένα χρώμα που πάντα τον γέμιζε οργή. Το "Ας του δώσω κάτι πικρό να πιεί" δεν σταμάτησε το βράδυ της συνάντησής μου με την Μαργαρίτα. Η Μαργαρίτα μίλησε για την "κακή μου συμπεριφορά" στον Δαυίδ και φυσικά εξιστόρησε τα γεγονότα μέσα από το δικό της πρίσμα και το έκανε αυτό επίτηδες έτσι ώστε η φιλία που είχε ο Δαυίδ μαζί μου να πάψει να υπάρχει, πράγμα που έγινε όπως είχε σχεδιαστεί μιας και από τότε οι δρόμοι μας έπαψαν να διασταυρώνονται και η σχέση μας ψυχράνθηκε. Ίσως αυτή να είναι η αιτία της δημιουργίας αυτού του πακέτου εχθρικών, πλέον, αναμνήσεων.

Ο Δαυίδ κρατά το μπαλάκι με το δεξί του χέρι και η μοναξιά του δωματίου αφήνει την οργή του να έχει τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο πάνω του χειραγωγώντας τον. Η Ίλσα με κοιτά σαν να με γνωρίζει από παλιά ενώ το πρόσωπό της χάνεται σε μια διάφανη ομίχλη και σιγά σιγά σβήνει και εξαφανίζεται από την επιφάνεια του χάρτινου κουτιού. Ο Δαυίδ μεταβιβάζει το μπαλάκι στο αριστερό, και όντας αριστερόχειρας, το εκσφενδονίζει προς το μέρος μου με όλη του την οργή και την ίδια στιγμή αφήνει το σώμα του να καθίσει στο κρεβάτι πίσω του. Το μπαλάκι διαπερνά το στήθος μου σαν να είμαι ένα άυλο όν, αόρατο αερικό, και πέφτει στον πίνακα πίσω μου σπάζοντας την γυάλινη προστατευτική του επένδυση. Το "μπλε γυμνό" μένει κυριολεκτικά γυμνό. Θρύψαλα και γυαλικά παντού γύρω μου και εγώ μένω ξαφνιασμένος με όλο αυτό που μου συμβαίνει. Νιώθω σαν την Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων μόνο που ο δικός μου τόπος θυμίζει Χώρα των Ματαιοτήτων. Κοιτώ στο έδαφος το μπαλάκι και προσέχω ότι σε μια από τις ραφές του έχει σφηνώσει ένα μικρό κομμάτι γυαλί, το οποίο αντανακλά κάποιες ακτίνες που μπαίνουν από τις ανοιχτές γρίλιες του παραθύρου.


Συνεχίζεται...

Dying Swan

Σήμερα είναι η παγκόσμια μέρα χορού και θα τιμήσω αυτή την μέρα με μια απο τις αγαπημενες μου χορογραφίες, αυτη του Θνήσκοντος Κύκνου, ερμηνευμένη απο την αγαπημένη μου Maya Plisetskaya


Παρασκευή 23 Απριλίου 2010

Τα δάκρυα της Ίλσα - Μέρος Α'

"Painting isn't an aesthetic operation; it's a form of magic designed as mediator between this strange hostile world and us." - Πάμπλο Πικάσο

Στην οθόνη παράσιτα.

Πάτησε το κουμπί και η βιντεοκάμερα άρχισε να γράφει. Ποτέ δεν τον είχα δει τόσο σκεπτικό και ταραγμένο. Κρατάει ένα ποτήρι με ποτό στο χέρι. Από καιρό εθισμένος στο αλκοόλ αν και ποτέ δεν το παραδέχτηκε μπροστά στους άλλους. Ισχύει αυτό που λένε ότι αν δεν εθιστείς σε κάτι, η ζωή σου καταλήγει μια μίζερη συντροφιά. Σίγουρα εκείνο το βράδυ θα ήπιε το μισό μπουκάλι βότκα που του είχε φέρει η πρώην του στα γενέθλιά του˙ ο πόθος του γι’ αυτή ήταν τέτοιος που ούτε την ταινία ασφαλείας δεν πρόλαβε να ανοίξει. Κάθετε αμέσως σε μια μωβ πολυθρόνα στο κέντρο του δωματίου, μπροστά από την ανοιχτή βιντεοκάμερα.

Ο Δαυίδ ήταν ένας από τους καλύτερους μου φίλους. Παλιότερα βρισκόμασταν συχνά στα μπαρ, στα καφέ, στις συναυλίες και μοιραζόμασταν τις όποιες χαρές και λύπες είχε κατά καιρούς ο καθένας στη ζωή του, μέχρι πριν ένα χρόνο που οι δουλειές και οι ανάγκες του καθενός μας ανάγκασαν να σπάσουμε τον δεσμό και ο καθένας να τραβήξει την ζωή του όπως αυτός νόμιζε καλύτερα.

Την προηγούμενη εβδομάδα μια κοινή μας φίλη με πήρε τηλέφωνο μια απογευματινή ώρα και ενώ επέστρεφα σπίτι κάτω από μια ψυχρήλατη νεροποντή.

‘ Έμαθες τι έγινε;’

‘Όχι, δεν ξέρω τίποτα.’

‘Ο Δαυίδ είχε ένα τροχαίο ατύχημα και είναι πολύ σοβαρά τραυματισμένος στο νοσοκομείο.’

Όταν έφτασα στο νοσοκομείο ήταν πλέον αργά. Οι στάλες τις βροχής έπλυναν τα δάκρυα.


Πάτησα το stop στο dvd player, ένιωθα οτι δεν ήμουν έτοιμος ακόμα να δω το "μήνυμα" που μου είχε αφήσει - μαγνητοσκοπημένο - για να μου πει... Αλήθεια τι ακριβώς ήθελε να μου πει; Πήρα το μπουκάλι με το τζιν στα χέρια μου και μισογέμισα το άδειο μου ποτήρι. Κοίταξα σχολαστικά τις διάφανες γραμμές του και μέσα από το πικρό περιεχόμενό του σκέφτηκα όλα όσα είχαν προηγηθεί και πως κατέληξε το dvd, που φέρει ένα μυστικό της ζωής, στα χέρια μου. Άραγε υπάρχουν και πικρά μυστικά; Πότε δοκίμασες τελευταία φορά κάτι πικρό;

Το πρωί είχε έρθει η αδερφή του στο σπίτι μου και με παρακάλεσε να πάρω ένα μεγάλο κουτί με πράγματα που όπως μου είπε τα προόριζε ο Δαυίδ για μένα επειδή έξω απο το κουτί είχε γράψει το όνομά μου. Κάποια κοινά ενθύμια ήταν όπως μου είπε η αδερφή του, και καλό θα ήταν να τα κρατήσω εγώ ή να αποφασίσω εγώ για την τύχη τους. Τα άφησε στην είσοδο του σπιτιού μου και έφυγε βιαστικά λέγοντας μου ένα γεια στα πεταχτά. Σίγουρα δεν είχε και την καλύτερη γνώμη για μένα επειδή κάποτε στο παρελθόν είχα προσπαθήσει ανεπιτυχώς να της την πέσω. Ξέρεις κάτι; Είσαι ένα καθίκι αγόρι μου!

Και τώρα να που κατέληξε στην είσοδο του σπιτιού μου αυτό το μεγάλο κουτί έτοιμο να πάρει την θέση του στο πατάρι δίπλα σε όσα ο χρόνος τα θεώρησε μη αναγκαία για την βιωσιμότητα μου, όχι τόσο την σωματική, αλλά την πνευματική και την ψυχολογική. Ίσως το πατάρι να είναι και ένας χώρος που σε προφυλάσσει από αυτές τις αναμνήσεις που θεωρείς καταστροφικές για την ψυχολογική σου υγεία. Στο δικό μου πατάρι τουλάχιστον υπάρχουν τέτοιες. Αν έψαχνα σίγουρα θα έβρισκα πολλά πράγματα για να ανησυχήσω την σκέψη μου, από παλιά σχολικά βιβλία μέχρι εκείνες τις αλήστου μνήμης πολαρόϊντ φωτογραφίες τραβηγμένες στο Παρίσι, στην Αθήνα , την Θεσσαλονίκη, και όπου αλλού χαμόσερνα την λαθραία εφηβεία μου και δίπλα θα αραχνιάζει σίγουρα η χαλασμένη φωτογραφική.

Το όνομά μου με μεγάλα κεφαλαία γράμματα γραμμένα στο πλάι με κάποιο κόκκινο στυλό σίγουρα Ένα χρώμα που με κάνει να θυμώνω, όπως και τον συγχωρεμένο, πλέον, φίλο μου. Πλησιάζω το κουτί και σκύβω δίπλα του και δίπλα από την πτυσσόμενη σκάλα που οδηγεί στο πατάρι, που πριν λίγο είχα κατεβάσει, και το ανοίγω για να δω το περιεχόμενό του για τελευταία φορά πριν το ανεβάσω στην "άβυσσο του χρόνου". Όταν το άνοιξα την πρώτη φορά βρήκα πάνω πάνω το dvd σε μια λευκή χάρτινη πολύ απλή θήκη χωρίς κάποια ένδειξη γραμμένη επάνω του για το τι περιέχει, πράγμα που μου κίνησε την περιέργεια να το δω αμέσως. Από κάτω λοιπόν σκονισμένα κουτιά με συλλογές από διάφορα μικροπράγματα. Και.. για δες, συλλογή με εισιτήρια από συναυλίες! Και πιο κάτω αφίσες που προσκαλούν σε συναυλίες. Περιοδικά και βιβλία, βιβλία που του είχα κάνει δώρο. Και στο πλάι μια μπάλα σκισμένη σε μια της ραφή πεπιεσμένη, θυμάμαι παίζαμε με αυτή τα μικρά μας χρόνια στο προαύλιο του σχολείου. Μνήμες. Πιο κάτω Τρύπες.. Σιδηρόπουλος..

Το έκλεισα ξανά βιαστικά. Είναι πολύ δύσκολο να είσαι εκεί μέσα φυλακισμένος, πεταμένος στο πάτωμα και να περιμένεις να θαφτείς σε ένα πατάρι. Είναι σαν να σε αγγίζουν δεκάδες χέρια σε όλη την επιφάνεια του σώματος σου και εσύ να μην ξέρεις σε πιο να του δοθείς. Κρύα χέρια.

Έκανα μερικά βήματα πίσω και κάθισα σε μια καρέκλα. Παρατηρούσα για λίγα λεπτά το κουτί και τότε σε μια μου παραίσθηση είδα να προεξέχει από αυτό ένα χέρι στη μια του πλευρά, στη πλευρά που ήταν γραμμένο το όνομά μου, με τα δάχτυλα αφημένα προς τα κάτω. Και αμέσως μετά ένα δεύτερο χέρι από την άλλη πλευρά με τα δάχτυλα αφημένα προς τα πάνω να αιωρούνται. Χέρια ωχρά, μαρμάρινα, όμορφα. Και μπροστά μια μορφή, ένα πρόσωπο που η εμφάνισή του σιγά σιγά έσκιζε το χαρτί για να φανερωθεί όλη η ομορφιά του προσώπου με το ένα μάτι κρυφό ακόμα και το άλλο κλαμένο, υγρό, συνεσταλμένο. Πρόσωπο θηλυκό.

Το ένα της μάτι που μπορούσα να δω με κοίταξε και μου ψιθύρισε με τα έντονα σαρκώδη χείλη της "νιώθω μόνη" και αμέσως μετά "δεν αξίζω.. δεν αξίζω.. δεν.." και ένιωσα ότι αυτό το πρόσωπο το έχω ξαναδεί και το έχω ερωτευτεί στιγμιαία κάποια φορά στη ζωή μου. Και την στιγμή εκείνη όλα μπορούσαν να κυλίσουν ακόμα και τα δάκρυα στα μάτια μου, και όλα μπορούσα να τα φανταστώ ή να πω πιο σωστά να τα δω εγώ ο ίδιος όπως συνέβησαν. Τα είδα μέσα από το υγρό μάτι της μορφής που όλο και περισσότερο μου θύμιζε την Ingrid Bergman στην ταινία Casablanca γι’ αυτό και εγώ την ονόμασα Ίλσα.


Συνεχίζεται...

Πέμπτη 22 Απριλίου 2010

7η Διεθνής Έκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης


Αύριο θα ανοίξει τις πύλες της για το κοινό η 7η Διεθνής Έκθεση βιβλίου στη Θεσσαλονίκη στο χώρο της ΔΕΘ. Φέτος τιμώμενη χώρα θα είναι η Κίνα ενώ θα υπάρχει και θεματική έκθεση με τίτλο "Η Αρχαιότητα και Εμείς". Από την εμπειρία μου πέρσι συνιστώ σε όποιον μπορεί να επισκεφθεί τους χώρους της έκθεσης και να περιηγηθεί στα περίπτερα των γνωστότερων Ελληνικών και ξένων εκδοτικών οίκων.
Μεταξύ άλλων θα έχετε την ευκαιρία να συμμετέχετε σε πολλές λογοτεχνικές συναντήσεις και ομιλίες και να ακούσετε από κοντά Έλληνες και ξένους συγγραφείς που θα έρθουν να παρουσιάσουν τα βιβλία τους. Επίσης υπάρχει διαμορφωμένος χώρος για παιδιά οπού θα γίνουν κάποια events και θα διαβαστούν παραμύθια και παιδικά βιβλία. Οι μεγαλύτεροι θα έχουν την ευκαιρία να συζητήσουν πολλά ενδιαφέροντα θέματα στο Φιλολογικό Καφενείο της έκθεσης αλλά και στις δύο ειδικά διαμορφωμένες αίθουσες, στα δύο περίπτερα, που φέτος φέρουν το όνομα του Νίκου Καββαδία και του Στρατή Τσίρκα. Στο stand της τιμώμενης χώρας θα έχετε την ευκαιρία να γνωρίσετε περισσότερα για την Σύγχρονη Κίνα μέσα από την νεότερη λογοτεχνία της. Πάντως όσοι πάτε θα βρείτε ενδιαφέρουσες τις ομιλίες που εικάζω οτι θα γίνουν σχετικά με την ελευθερία της έκφρασης στη συγκεκριμένη χώρα. Πολύ θα ήθελα να πάω φορώντας μπλουζάκι " Free Tibet", αλλά πολύ φοβάμαι οτι θα με πετάξουν έξω. Γι' αυτούς που πιστεύουν οτι ένα καλό βιβλίο ανοίγει την όρεξη, θα υπάρχει Gourmet γωνιά, οπού θα μαγειρέψουν και θα παρουσιάσουν τα βιβλία τους διάφοροι συγγραφείς βιβλίων μαγειρικής.
Πιο αναλυτικά διαβάστε το πρόγραμμα εκδηλώσεων απο εδώ ή επισκεφθείτε την σελίδα της έκθεσης εδώ
Η είσοδος είναι ελεύθερη.

Τρίτη 30 Μαρτίου 2010

Καλό Πάσχα

Χρόνια πολλά και καλή Ανάσταση σε όλους εσάς που μπαίνετε στον κόπο να διαβάσετε αυτή την δημοσίευση. Είναι δώρο για πολλούς να μπορούν να κάνουν Πάσχα με την οικογένειά τους και να ανταλλάσουν ευχές για την ωρίμανση της ψυχής τους που θεωρητικά έρχεται μαζί με την Ανάσταση του Κυρίου, αλλά μεγαλύτερο δώρο λαμβάνουν αυτοί που όλη την Σαρακοστή μπήκαν στην διαδικασία να κάνουν μια εσωτερική συζήτηση με τον εαυτό τους, όχι μόνο για να επισημάνουν τα λάθη της ζωής τους, αλλα για να επαναπροσδιορίσουν τον εαυτό τους σε σχέση με τον συνάνθρωπο, την φύση και τον πειρασμό της υλιστικής φύσης τους.

Σε αυτή την αρχέτυπη κοινωνική δομή που ζούμε δεν μπορούμε να περιμένουμε κάτι περισσότερο απο ανθρώπους που βιώνουν την κάθε στιγμή της ζωής τους με μια στείρα προληπτικότητα, την οποία κληρονόμησαν απο τις προηγούμενες γενιές. Μπορώ να ελπίζω σε μια πιο ώριμη δική μου γενιά; Όχι! Όλοι αυτοί που ΔΕΝ ζούνε, χρησιμοποιούνε ακόμα και την πίστη για να οικοδομήσουν τις βρόμικες ιδέες τους, οι οποίες βρίθουν απο ρατσιστικά συνθήματα και σκηνές προπατορικών αμαρτημάτων. Επομένως πως όλοι αυτοί να δούνε τον Νέο Αδάμ να Ανασταίνεται; Πιθανώς θα θεωρήσουν και αυτό το γεγονός μια ακόμα κολυμπήθρα του Σιλωάμ για τα αμαρτήματά τους.

Είναι Πάσχα, και βλέπεις ακόμα το βλέμμα του μίσους σε όσους συναντάς στο δρόμο και το μόνο που ενδιαφέρει όλους αυτούς είναι πως θα φυλάξουν την περιουσία τους απο μια ενδεχόμενη εθνική χρεοκοπία που οι ίδιοι δημιούργησαν σπαταλώντας τα χρήματα των απογόνων τους. Βλέπεις στο δρόμο εξαθλιωμένους ανθρώπους και με λύπη διαπιστώνεις πως δεν μπορείς να τους βοηθήσεις και όλα αυτά για τον παραλογισμό του υλισμού.
Ντρέπομαι για την κοινωνία που ζω.
Ο Χριστός αναστήθηκε μια φόρα, αλλα καμία στη ψυχή των σημερινών ανθρώπων.

Παρασκευή 19 Μαρτίου 2010

Φως της νύχτας

Σαν αεράκι ραπίζει την καρδιά μου.
Εχει δροσιά μα με πονά
μελτέμια φθινοπωρινά
αγάπη λάγνη σιμά μου σιωπηλά
με νανουρίζει ήσυχα.
Τι ωραία να νιώθεις ηρεμία,
γαλήνη έρωτα και πόθο
και φιλί γλυκό σαν άγουρο καρπό
και χέρια βελούδινα να παιχνιδίζουν την καρδιά σου
με μάτια που φως, σαν μέρα, αγαπάνε...
Πόση ελπίδα κρύβει το φως
και πόση απόγνωση το τέλος μιας νύχτας...

Τετάρτη 17 Μαρτίου 2010

Γένεση





Έχεις έξη μέρες για να δημιουργήσεις


και άλλη μια για να ξεκουραστείς


και μόλις απομακρυνθείς


η απουσία χαρίζει την αγάπη


σε κάποιον άλλο...

Κυριακή 14 Μαρτίου 2010

Υπεραστικό...



Ξανά την Πέμπτη...

Πέμπτη 4 Μαρτίου 2010

Πρωινό Γενάρη

(Κάποιο πρωινό κάποιου Γενάρη...)

Η διαύγεια αυτού του πρωινού
χλωμή ομίχλη
Με συναντά στη γωνιά του κρεβατιού
με πορφυρή τη σκέψη

Στο προσκέφαλο σε νοιάζομαι
στην αγκαλιά η κιθάρα
να παίζει κάτι τολμηρό τα βράδια
όταν την μοιράζομαι
με τα δικά σου λησμονημένα χείλη


σε φιλώ...

Δευτέρα 18 Ιανουαρίου 2010

Revelation