Πέμπτη 29 Απριλίου 2010

Τα δάκρυα της Ίλσα - Μέρος Β'

Πριν συνεχίσετε, διαβάστε: Τα δάκρυα της Ίλσα - Μέρος Α'

Η θλίψη στα πρόσωπο της Ίλσα ήταν το μόνο ορατό σημάδι που φανέρωνε τον ψευδόπικρο πόνο που ο χρόνος αφήνει σε όσα με μαεστρία θολώνει, κρύβοντας την ολότητα της ομορφιάς τους και την υπερεκτιμημένη σπουδαιότητα που ίσως να είχαν κάποτε. Μιλώ φυσικά όχι για τα αντικείμενα που το κουτί κρύβει μέσα του, αλλά για τα συναισθήματα που κορυφώνουν τις στιγμές στην ζωή μας. Και όταν συλλογιζόμαστε όλα αυτά, νιώθουμε γειωμένοι σαν να έχουμε ξαπλώσει στην πλαγιά ενός λιβαδιού για να χαρούμε το ηλιοβασίλεμα μαζί με το χορταράκι που φυτρώνει δίπλα, την παπαρούνα, το τριφύλλι, την καλαμιά στο διπλανό ποτάμι, την ίρις και το στάχυ.
Μετά την καταιγίδα όλα γνωρίζουν ότι θα δημιουργηθούν ξανά.

Η παλάμη του ενός χεριού ήταν κόκκινη σαν να είχε βυθιστεί στο εσωτερικό κάποιου κορμιού για να αγγίξει μια ψυχή ήσυχα. Παρά το ξάφνιασμά μου δεν έχασα την ψυχραιμία μου. Αυτό το ροδόχρους πρόσωπο δεν θα μπορούσα ποτέ να το φοβηθώ. Σηκώθηκα και κάθισα οκλαδόν μπροστά της. Έπιασα το χέρι με την κόκκινη παλάμη και ένιωσα ένα ρίγος να με διαπερνάει στη ραχοκοκαλιά μου και να κάνει τον λαιμό μου να πνίγεται σαν από συγκίνηση όταν λαχταράει για ένα συναίσθημα και ο λόγος ήταν ότι το χέρι της Ίλσα ήταν κρύο και λείο σαν να λαξεύτηκε από μάρμαρο. Απ’ την άλλη, δεν ήταν καθόλου άκαμπτο, είχε την ευλυγισία του χεριού μιας χορεύτριας. Θα μπορούσε κάποιος να πει ότι πλάστηκε την ίδια μέρα που πλάστηκε και ο υπόλοιπος κόσμος. Ότι ζούσε για πάντα κάπου εδώ.

"Γιατί είσαι λυπημένη; Μοιάζεις με πλάσμα αγγελικό.. δεν θα έπρεπε να έχεις θνητά συναισθήματα", της είπα.
"Τα συναισθήματα είναι αθάνατα." Απάντησε. "Έρχονται και επουλώνουν τις πληγές της αμαρτίας. Είναι ένα ποταμάκι που ξεδιψάει έναν έρημο τόπο που υπάρχει για να είναι έρημος, και ο τόπος αυτός είναι ένας μικρός θάνατος ακριβώς γιατί υπάρχει για να είναι ένα άψυχο σώμα. Εκεί που δε θα πατήσεις ποτέ δε θα ζήσει το ταξίδι, κανένας άνεμος δεν θα σκίσει κάποιο άσπρο πανί πάνω στην ένταση του για να αφήσει ναυαγούς.. ανθρώπους για τους ανθρώπους.. δεν θα ακουστούν ποτέ τα τραγούδια τους εκεί, ούτε το ποτό τους θα μεθύσει το χώμα του. Κανείς δε θα λέει ιστορίες για λευκάνθεμα και λυρικές καταιγίδες."

Μερικές φορές μετά την καταιγίδα η θάλασσα εξακολουθεί να έχει εκείνο το μουντό χρώμα που θυμίζει την νύχτα, η όποια σε λίγες ώρες θα γεμίσει τον ουράνιο θόλο. Ο ναυαγός, γυμνός, το γνωρίζει καθώς την παρατηρεί, όμως μόνος του καθώς είναι δεν ντρέπεται για την γύμνια του και γι' αυτό δεν θα τρέξει να βρει τα βρεγμένα κουρέλια από το ναυάγιο για να σκεπαστεί, μόνο αναλογίζεται και αναρωτιέται για ποιό λόγο ταξίδευε μόνος του. Και τότε η νύχτα πέφτει και του "χαρίζει" τ' αστέρια και μια σπίθα για να ανάψει φωτιά στα ξερόκλαδα των κωνοφόρων που βρήκε εκεί κοντά. Θα βρει καρύδες, μάνγκο και μπανάνες για να χορτάσει την πείνα του και θα πέσει να κοιμηθεί περιμένοντας να 'ρθει η αυριανή μέρα ώστε να κοιτάξει και πάλι την ίδια μουντή θάλασσα και να αναρωτηθεί για ποιό λόγο ταξίδευε μόνος του.

Η νύχτα σκοτεινιάζει το τοπίο και μια λαμπρή ομίχλη το θολώνει στα μάτια μου. Τα κύματα μοιάζουν με ψάρια που έβγαλαν φτερά και πετάνε μακριά από τα χέρια μου που μάταια προσπαθούν να τα πιάσουν. Πνίγομαι. Με παρασέρνουν μακριά από την αμμώδη παραλία, από το δάσος με τις φοινικιές, από το ίδιο το νησί.

Ένα χέρι, που στην αφή θυμίζει μάρμαρο λαξεμένο, μου αγκαλιάζει τον λαιμό και ένα άλλο ανοίγει μια πόρτα πίσω μου. Με οδηγεί μέσα και όταν αυτή κλείνει το χέρι εξαφανίζεται και εγώ βρίσκομαι μπροστά σε έναν σιέλ τοίχο να κοιτώ έναν πίνακα αντίγραφο του "Μπλε Γυμνού" του Pablo Picasso, ενώ βλέπω το είδωλό μου να αντανακλάται από την γυάλινη επιφάνεια που καλύπτει και προστατεύει τον πίνακα. Πίσω μου ένα γραφείο, ένα κρεβάτι, και γενικά μια ακαταστασία επικρατεί. Το γνωρίζω αυτό το δωμάτιο.

Γρήγορα εμφανίζεται ο Δαυίδ κρατώντας ένα μεγάλο χάρτινο κουτί, ίδιο με αυτό που περιμένει στην είσοδο του σπιτιού μου να ανυψωθεί στο πατάρι της αμφισβήτησης, και το τοποθετεί στο κέντρο του δωματίου, ενώ κοιτώντας δεξιά και αριστερά του τα σκόρπια βιβλία, cd's, δίσκους βινυλίου και άλλα περιττά πλέον μικροαντικείμενα, διακρίνεται στο βλέμμα του η ανυπομονησία να φυτέψει μέσα εκεί τον σπόρο που θα σφυρηλατήσει τα δεσμά που θα κρατήσουν φυλακισμένη την ύπαρξη της Ίλσα. Η βιβλιοθήκη, τα συρτάρια, το γραφείο όλα λεηλατημένα. Όλα έρμαια της μοίρας και όλα επιλογές του ανθρώπου που ως γνωστόν ξέχασε τις ευκαιρίες που είχε για να φέρει γαλήνη στην ψυχή του. Που ξέχασε για ποιο λόγο ταξίδευε μόνος του στον Ωκεανό.

Καθώς ο Δαυίδ γέμιζε το κουτί σιγά σιγά άρχισα να βλέπω το πρόσωπο της Ίλσα να σχηματίζεται στη μια πλευρά του κουτιού σαν ιχνογράφημα παιδικό και το σκίτσο άφηνε γραμμές να επεκτείνονται προς τα δεξιά και προς τ' αριστερά κάθε φορά που ένα καινούργιο συναίσθημα απαξίας, αθυμίας και αντιπάθειας προς εμένα εξέπεμπε από το βλέμμα του Δαυίδ καθώς τοποθετούσε τα σύμβολα μιας φιλίας που θύμιζαν εμένα. Οι γραμμές λοιπόν σαν τρίχες μαύρες, από την ραθυμία της ψυχής μας να τις δώσει χρώμα, σαλεύουν απελπισμένες γιατί θέλουν να βγουν έξω από το πλαίσιο. Να τις αγαπήσει ο αέρας να τις ερωτευτεί η βροχή. Να δουν τον χρόνο να πέφτει από αυτές σαν φτερό. Και τότε καταλαβαίνω ότι οι γραμμές αυτές αναπαριστούν κύματα.

Κοιτώ τα πόδια μου που βουλιάζουν στην άμμο. Πόσο λατρεύω αυτή την αίσθηση στην ακροθαλασσιά το καλοκαίρι. Κοιτώ πέρα από τα κύματα που έρχονται και με δροσίζουν και βλέπω μια βάρκα να οδηγείται από τα κύματα στην ακτή, και μέσα έναν επιβάτη να κρατά αντί για κουπί ένα μεγάλο φτερό και μ' αυτό να προσπαθεί να επιβληθεί στα κύματα και να αλλάξει την ρότα του ταξιδιού μα μάταια.

Τα μάτια της Ίλσα στο κουτί ανοίγουν, ξηρά, χωρίς δάκρυα και με ένα επιβλητικό ύφος. καρφώνονται πάνω μου. "Όλοι ταξιδεύουμε μόνοι μας" μου λέει. Είναι το μεγάλο "θέλω" της μοίρας από το οποίο δεν μπορούμε να ξεφύγουμε, ή μήπως δεν τολμούμε να ξεφύγουμε; Μοιάζει με μια μεγάλη λευκή σφαίρα πάνω στην οποία υπάρχουμε εμείς, μαύρες κουκίδες που αρεσκόμαστε να ζούμε στην επιφάνειά της επειδή η αντίθεση που κάνει το δικό μας χρώμα με αυτό της επιφάνειας της άσπρης μπάλας μας κάνει να νιώθουμε σημαντικοί για την ουσία της ύπαρξης. Η λευκή σφαίρα είναι η αδυναμία μου, το μαλακό μου προσκεφάλι, η προέκταση της ασφάλειας που νιώθω και ο πιστός μου σύμβουλος.

Ενώ κάνω αυτές τις σκέψεις βλέπω τον Δαυίδ να παίρνει στα χέρια του ένα μπαλάκι του μπέιζμπολ που κρυβότανε πίσω από ένα βιβλίο του Coelho, που εγώ ποτέ δεν συμπάθησα, και να το κοιτάζει για κάποια δευτερόλεπτα πριν κάτσει στο κρεβάτι και αρχίσει να αναλογίζεται κοιτάζοντας έξω από το παράθυρο στο κενό του απογευματινού ουρανού. Γνωρίζω πολύ καλά αυτό το μπαλάκι. Εγώ του το είχα κάνει δώρο όταν, πριν χρόνια και ενώ σπούδαζα στο πανεπιστήμιο της Βοστόνης, μυήθηκα στον κόσμο του μπέιζμπολ. Ενώ παρακολουθούσα έναν αγώνα των Red Socks (την ομάδα της Βοστόνης που υποστήριζα και υποστηρίζω), ο μπάτερ των Red Socks απέκρουσε το μπαλάκι και το έστειλε εκτός αγωνιστικού χώρου στην κερκίδα που καθόμουν. Εγώ χωρίς να χάσω χρόνο κατάφερα να το πιάσω πριν προλάβει κάποιος άλλος, και το κράτησα, γιατί στο μπέιζμπολ όταν το μπαλάκι βγει εκτός γηπέδου έχεις το δικαίωμα να το κρατήσεις.. ως αναμνηστικό. Αρέσκομαι στους αποτυχημένους μάλλον. Αυτή η ομάδα έχει να πάρει πρωτάθλημα από το 1918.

"Η Μαργαρίτα δεν άνθισε ακόμη" Αυτά ήταν τα λόγια του όταν του έδινα το μπαλάκι του μπέιζμπολ κοιτώντας ταυτόχρονα την αδερφή του που γελούσε στο δίπλα δωμάτιο ενώ μιλούσε στο τηλέφωνο. Είχα να την δω ένα χρόνο και εκείνη τη στιγμή μου φάνηκε διαφορετική. Πιο προσιτή. Ίσως έφταιγε το χαμόγελό της.

Η Μαργαρίτα ήταν τότε 24. Εγώ 27. Ο αδερφός της επέμενε ότι ήταν ακόμη πολύ ανώριμη. Εγώ δεν το έλαβα υπόψη μου γιατί υπερίσχυε τότε η χαμηλή μου αυτοεκτίμηση. Δεν άκουσα τις συμβουλές του. Μόλις είχα γυρίσει από μια ζωή στην οποία έμαθα να παίρνω αυτά που θέλω χωρίς να διστάζω από την γνώμη των άλλων. Ποιοί είναι οι άλλοι που θα μου πουν τι θα κάνω έλεγα. Ούτε τον εαυτό μου δεν άκουγα.

Το 1993 υπήρχε ένα μπαράκι στην παραλία της Καλαμαριάς από το οποίο έβλεπες μια υπέροχη θέα. Όχι ότι από τα άλλα δεν έβλεπες, αλλά εκείνο είχε μια όμορφη έντεχνη μουσική με την οποία όλα όσα απολάμβανες με την όρασή σου μετουσιώνονταν σε εικόνες γεμάτες χρωματιστούς παλμούς που έκαναν τα παράκτια φώτα να τρεμοπαίζουν στους ρυθμούς των Κατσιμιχαίων, στους στίχους της Λίνας Νικολακοπούλου και στη μουσική του Λοΐζου, που αγαπούσα πολύ να ακούω.

Μια εβδομάδα μετά την συνάντηση με τον Δαυίδ, όπου του έδωσα το μπαλάκι του μπέιζμπολ, είδα στο μπαράκι που σύχναζα την Μαργαρίτα συνοδευόμενη από δύο φίλες της. Δεν πέρασαν πολλά λεπτά μέχρι να αντιληφθεί την παρουσία μου. Με κοίταξε και μου γέλασε. Το βιολί που ακουότανε στο χώρο μου θύμισε πουλί που προσπαθεί να πετάξει με άγαρμπο τρόπο. Το βλέμμα της μου έδινε να καταλάβω ότι ένιωθε για μένα ένα ιδιαίτερο συναίσθημα και κάθε φορά που σκεφτόμουν ότι αυτή η κοπέλα μπορεί να με αγαπά ένιωθα ένα ρίγος να διαπερνάει την ράχη μου και να συστέλλει το βλέμμα μου που διψούσε για αυτή την ένωση.

Το βλέμμα της γνωστό. Κοιτούσε βαθιά τον ορίζοντα που γέμιζε την θάλασσα με ύδατα για να κολυμπούν τα θαλασσοπούλια στην επιφάνειά της. Κάτι φαινότανε να σκέφτεται καθώς οι τελευταίες ακτίνες της μέρας χάνονταν στα διάφανα ύδατα και αυτό το κάτι επιμελώς γρατζούνιζε την χορδή του βιολιού στον ήχο που άκουγα. Τα μαύρα μάτια της έδιναν γοητεία στο λευκό της πρόσωπο και συνδυάζονταν με τα σγουρά καστανά μαλλιά της όπως η γλυκύτητα της αρμονίας στον ήχο του βιολιού που περνά μέσα από τα σχήματα F. Στα χέρια της κρατούσε το άσπρο μάλλινο γαλλικού τύπου μπερέ που αγαπούσε να φορά εκείνες τις μέρες, με τα άσπρα γάντια της να τα καλύπτουν από το ελαφρύ ψύχος του απόβραδου.

Κοιτούσε αριστερά την μια φίλη της, μετά εμένα και γελούσε ξανά κοιτώντας την άλλη φίλη της. Ίσως κατάλαβε ότι ήμουν γυμνός στο μοναχικό νησί των καραβοτσακισμένων ναυαγών. Κάποια στιγμή κοιτώντας με, σήκωσε το κεφάλι και στρέφοντάς το προς την φίλη της στα δεξιά της, διάβασα τα χείλη της να λένε "Ας του δώσω κάτι πικρό να πιεί..." Έπεισα τον εαυτό μου ότι το φαντάστηκα, απλώς.

Οι ήχοι, η μουσική σαγηνεύουν τα αναλιγώματα των πόθων μου και χαρίζουν στο ναυαγό έναν ελαφρύ ίσκιο πάνω από την ερωτική παγίδα. Η Μαργαρίτα βημάτιζε προς το μέρος μου εμπνέοντας νέους πόθους. "Καλησπέρα, τι κάνεις Ιάσονα;" μου είπε, και μου χάρισε ένα λάγνο χαμόγελο.

Αρχίσαμε να μιλάμε για τα παλιά, για τη ζωή του καθενός, για πράγματα χαζά και για λιγότερο χαζά. Κάθε φορά σήκωνε τα χέρια της για να σχηματίσει εικόνες κινούμενες στα λόγια της και οι κινήσεις των χεριών παιχνίδιζαν την καρδιά μου, η οποία με τη σειρά της με απελευθέρωνε σαν περήφανο καπετάνιο. "Μ' αρέσει έτσι όπως γελάς" είπα, "Έρχεται σαν φως και φεύγει σαν σκοτάδι" απάντησε, "όπως ή ψυχή" είπα εγώ, "που μένει χωρις έρωτα" πρόσθεσε. Στις τελευταίες της λέξεις ήρθε κοντά και κοίταξε αινιγματικά τα μάτια μου προφανώς για να ψάξει αυτή την ψυχή μέσα μου, να την αλιεύσει σαν ψάρι τρομοκρατημένο. Τσαλαβουτούσε στα νερά γυμνή σηκώνοντας αφρούς αλμύρας και τελικά κατάφερε να το πιάσει πριν αυτό προλάβει να πετάξει ψηλά στον ουρανό. Ένιωσα μια παράξενη ηδονή. Έπιασα το χέρι της και το κράτησα σφιχτά σαν να την παρακινούσα να κρατήσει την ψυχή μου για πάντα κοντά της και να την αγαπά. Έσκυψα κοντά της, και μετά πιο κοντά και στο παραλήρημα της σιωπής ανάμεσά μας την φίλησα στα χείλη.

Μετά από ένα δευτερόλεπτο που φάνηκε να το απολαμβάνει, απομακρύνθηκε από τα χείλη μου και με χαστούκισε. Μου είπε "Ξέρεις κάτι; Είσαι ένα καθίκι αγόρι μου!" και έφυγε βιαστικά, δίνοντας σε ακόμα μια Αργοναυτική εκστρατεία ένα άδοξο τέλος.

Αυτά έγιναν τότε, και τώρα βλέπω τον Δαυίδ να σφίγγει το μπαλάκι του μπέιζμπολ γεμάτος οργή, η οποία οφείλεται και στο λογότυπο των Red Shocks που είναι κόκκινο, και το κόκκινο είναι ένα χρώμα που πάντα τον γέμιζε οργή. Το "Ας του δώσω κάτι πικρό να πιεί" δεν σταμάτησε το βράδυ της συνάντησής μου με την Μαργαρίτα. Η Μαργαρίτα μίλησε για την "κακή μου συμπεριφορά" στον Δαυίδ και φυσικά εξιστόρησε τα γεγονότα μέσα από το δικό της πρίσμα και το έκανε αυτό επίτηδες έτσι ώστε η φιλία που είχε ο Δαυίδ μαζί μου να πάψει να υπάρχει, πράγμα που έγινε όπως είχε σχεδιαστεί μιας και από τότε οι δρόμοι μας έπαψαν να διασταυρώνονται και η σχέση μας ψυχράνθηκε. Ίσως αυτή να είναι η αιτία της δημιουργίας αυτού του πακέτου εχθρικών, πλέον, αναμνήσεων.

Ο Δαυίδ κρατά το μπαλάκι με το δεξί του χέρι και η μοναξιά του δωματίου αφήνει την οργή του να έχει τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο πάνω του χειραγωγώντας τον. Η Ίλσα με κοιτά σαν να με γνωρίζει από παλιά ενώ το πρόσωπό της χάνεται σε μια διάφανη ομίχλη και σιγά σιγά σβήνει και εξαφανίζεται από την επιφάνεια του χάρτινου κουτιού. Ο Δαυίδ μεταβιβάζει το μπαλάκι στο αριστερό, και όντας αριστερόχειρας, το εκσφενδονίζει προς το μέρος μου με όλη του την οργή και την ίδια στιγμή αφήνει το σώμα του να καθίσει στο κρεβάτι πίσω του. Το μπαλάκι διαπερνά το στήθος μου σαν να είμαι ένα άυλο όν, αόρατο αερικό, και πέφτει στον πίνακα πίσω μου σπάζοντας την γυάλινη προστατευτική του επένδυση. Το "μπλε γυμνό" μένει κυριολεκτικά γυμνό. Θρύψαλα και γυαλικά παντού γύρω μου και εγώ μένω ξαφνιασμένος με όλο αυτό που μου συμβαίνει. Νιώθω σαν την Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων μόνο που ο δικός μου τόπος θυμίζει Χώρα των Ματαιοτήτων. Κοιτώ στο έδαφος το μπαλάκι και προσέχω ότι σε μια από τις ραφές του έχει σφηνώσει ένα μικρό κομμάτι γυαλί, το οποίο αντανακλά κάποιες ακτίνες που μπαίνουν από τις ανοιχτές γρίλιες του παραθύρου.


Συνεχίζεται...

Δεν υπάρχουν σχόλια: