Πέμπτη 17 Νοεμβρίου 2011

Ανθισμένο χρυσάνθεμο

Ο χρόνος διευρυνόμενος γενικεύεται στην ουσία του,
το νόημα της ύπαρξης αφοσιώνεται σε μια λέξη,
Κοινός άνθρωπος πλασμένος απο τη φύση του αποτρεπτού
μαγικά κοιτώντας τον ορίζοντα φωτίζεται σαν σκέψη


Σαν μια λέξη κυλά ο ήλιος στα χείλη του ορίζοντα
εγκλεισμένη μέσα στην αμφίκοιλη εσοχή του φωτός
με μια αμφίστροφη κίνηση ποιεί τη ζωή συνετά
μέχρι να συναντηθεί ξανά με τις αλγηδόνες του έρωτος


Δεν υπάρχει περισσότερη προσμονή από την αναμονή
για το χαμόγελο των χειλιών σου, που φέρεται σαν χρυσάνθεμο
στην ανθοδέσμη του κορμιού σου, διάλευκη, καλλωπιστική
αφιερώνοντας την αγάπη της ψυχής σε κάτι όμορφο



(επίσης 16/11/11)

Πέμπτη 10 Μαρτίου 2011

Ανάμνηση...

Αφιερωμένα στην Ελπίδα για τα γενέθλιά της!!!



Πέμπτη 3 Μαρτίου 2011

Τα δάκρυα της Ίλσα - Μέρος Ε'

Πριν συνεχίσετε, διαβάστε: Τα δάκρυα της Ίλσα - Μέρος Α' ,Τα δάκρυα της Ίλσα - Μέρος Β' , Τα δάκρυα της Ίλσα - Μέρος Γ' ,Τα δάκρυα της Ίλσα - Μέρος Δ'


Τα πόδια βαραίνουν καθώς βυθίζονται ελαφρώς στην άμμο και τα βήματα αφήνουν τα ίχνη μιας ισχυρής επιθυμίας, όλα να γίνουν όπως πρώτα। Όλα να υπάρξουν ξανά.

Μετά την καταιγίδα όλα γνωρίζουν ότι θα δημιουργηθούν ξανά...

Αυτή η φράση κατακτά το μυαλό του ναυαγού σε κάθε του βήμα. Θυμάται. Θυμάται ένα χέρι να βυθίζεται στη φαντασία και να του υπαγορεύει σχήματα. Θυμάται το πλοίο και τον εαυτό του στη μέση του καταστρώματος να κοιτά απέναντί του κάποιον άλλο, όχι ξένο, και τα χέρια του βαμμένα μπλε από τον αζουρίτη, που το πλοίο μετέφερε, να σχεδιάζουν σε ένα μεγάλο λευκό κομμάτι πανί το είδωλο του άντρα που κοιτούσε από απέναντι τον ναυαγό.

"Αυτό θέλω να κάνω όταν φτάσουμε στην πατρίδα. Ήθελα να ασχοληθώ με μια τέχνη. Να, λοιπόν, που την βρήκα!"

Ο άλλος χαμογέλασε. Δεν πήρε στα σοβαρά τα λόγια του φίλου του. Είχαν περάσει μέρες από τότε που ξεμπάρκαραν από εκείνο το μακρινό λιμάνι μεταφέροντας τα ορυκτά του μακρινού εκείνου τόπου στην πατρίδα τους. Πόσο πολύ του είχαν λείψει οι δικοί του άνθρωποι και περισσότερο εκείνη, που στην πατρίδα θα τον περιμένει υφαίνοντας στον αργαλειό σαν την Περσεφόνη.

Έβλεπε τον φίλο του να σχηματίζει στο πανί γραμμές, με μια βέργα τώρα πια, και χαιρόταν που η τρέλα του αυτή τον έκανε να διασκεδάζει. Δεν ήξερε ότι η μοίρα θα έριχνε τον φίλο του μόνο σε ένα νησί στη μέση του πουθενά και τον ίδιο θα τον βύθιζε στην ανυπαρξία που η υδάτινη άβυσσος φυλάει στους γενναίους των θαλασσών.

Στον ορίζοντα άρχισαν να εμφανίζονται σύννεφα και ένα ψυχρό αεράκι έκανε αισθητή την παρουσία του. Ο άλλος κατάλαβε. Είχε ήδη σουρουπώσει και το πρώτο αστέρι έχει κάνει την εμφάνιση του σαν τον υδροχόο που φέρει στη στάμνα του το φως. Μαζί και την καταστροφή.

"Άντε τελείωσες, γιατί μάλλον θα έχουμε πολύ δουλειά απόψε" είπε ο άλλος στον ναυαγό δείχνοντας την ανησυχία που τον είχε κυριεύσει."


Ο ναυαγός διόρθωσε με το βλέμμα του πολύ επιπόλαια το σχέδιο στο πανί που το είχε στερεώσει με σιδερένια καρφιά πάνω σε μια λεία ξύλινη τάβλα από βελανιδιά και το σήκωσε ψηλά να το δει ο άλλος. Τα θολά σύννεφα στην άκρη του ορίζοντα έκρυβαν το φως του ήλιου που σιγά σιγά βυθιζόταν στο πορτοκαλί και το μωβ του ηλιοβασιλέματος και έκαναν τον άντρα του σχεδίου να μοιάζει με μια απόκοσμη σκιά που κατοικεί στη φαντασία της μελαγχολίας ενός απόκοσμου κόσμου. Ο ουρανός πάνω από τα κεφάλια τους είχε το γκρι-μαύρο χρώμα του ξύλου από το οποίο ήταν φτιαγμένο το καράβι τους και τους απειλούσε με τους ασκούς του γεμάτους ανέμους και νερό. Από το αμπάρι ανέβηκαν τρέχοντας τέσσερις συνταξιδιώτες τους για να κατεβάσουν το πανί που το απειλούσε ο άνεμος που όλο και δυνάμωνε. Ο ένας τους κοντοστάθηκε και κοιτώντας το σχέδιο πάνω στον αυτοσχέδιο καμβά φώναξε "Αυτός είναι ο θάνατος!"



Λίγες ώρες αργότερα ο αέρας ράπιζε μανιασμένα την πλώρη και το κατάστρωμα του καραβιού κάνοντας τις ξύλινες κατασκευές του τεράστιου κύτους να βγάζουν απόκοσμους ήχους θυμίζοντας στοιχειωμένο δάσος, θυμίζοντας ίσως το παράπονο των υλοτομημένων ξύλων που έχασαν την ιερή τους φύση για να υπηρετήσουν κάτι άσκοπο.

Το κεντρικό κατάρτι του πλοίου έσπασε από το βάρος του αέρα ενώ ένα κύμα ανύψωσε για μια ακόμη φορά το σκαρί του πλοίου. Η καταστροφή του καταρτιού προκάλεσε μια μεγάλη ρωγμή στο ύφαλο της βάσης του καθώς το μεγάλο κατάρτι στερεωνόταν πάνω τους. Η ίσαλος γραμμή ανέβαινε, αργά στην αρχή, μα με όλο και αυξανόμενη ταχύτητα προς τα πάνω ζητώντας την ψυχή του κύτους και τις ψυχές όλων των αμαρτωλών θνητών που κουβαλούσε πάνω του.

Η φαντασία του ανθρώπου γεννά μόνο δαίμονες. Ο πίνακας, που ο ναυαγός φιλοτέχνησε με τον αζουρίτη που μετέφερε το πλοίο, γλιστρούσε στο κατάστρωμα μια προς την πλώρη και μια προς τη γέφυρα αφήνοντας ήχους που έμοιαζαν με βήματα από πόδια που καταλήγουν σε οπλές σαν αυτά των αλόγων και των αιγόκερων. Το αλμυρό νερό έβγαινε από τα αμπάρια κυανό από τον αζουρίτη και όλη η κατασκευή που συνέχιζε να υπομένει τον βραχυπρόθεσμο θάνατό της, έτριζε από την μανία της θάλασσας.


Ξαφνικά η πλώρη σηκώθηκε για να υπερηφανευτεί για τελευταία φορά το ένδοξο παρελθόν της και με την πρύμνη, το μεγάλο αυτό σκαρί, άρχιζε να βυθίζεται για τα καλά προς την σκοτεινή άβυσσο του ωκεανού. Στο σήκωμα του καραβιού έφυγε ένα μεγάλο κομμάτι ξύλο από το μεσόστεγο της γέφυρας και προσγειώθηκε στο κεφάλι του φίλου του ναυαγού που εκείνη την ώρα ήταν πιασμένος από το ξεχαρβαλωμένο κατάρτι ή ο,τι είχε μείνει από αυτό μετά την καταστροφή του. Ο ναυαγός που σε λίγες ώρες θα ξυπνούσε στην άκρη μιας αμμώδης παραλίας παγωμένος από το κρύα ρεύματα των υδάτων, πιάστηκε από την κουπαστή στα πλαϊνά του πλοίου και παρακολουθούσε ανήμπορος τον φίλο του και τους άλλους συντρόφους του να πέφτουν στη θάλασσα. Οι άλλοι προσπαθούσαν να κολυμπήσουν παλεύοντας με τα κύματα ώστε να πιαστούν από κάποιο ξύλο που επέπλεε βγάζοντας λιγωμένες φωνές αγωνίας και φωνάζοντας τα ονόματα των συγγενικών τους προσώπων σαν να ήθελαν να τους δουν για τελευταία φορά προαισθανόμενοι το τέλος τους. Ο φίλος του ναυαγού όμως λιπόθυμος από το χτύπημα στη γέφυρα του πλοίου αφέθηκε στο νερό σαν κάποιο χέρι γοργόνας να τον τραβούσε αργά προς την ανεξερεύνητη άβυσσο της μακρινής αυτής θάλασσας να τον τοποθετήσει σαν τρόπαιο στα ανεξερεύνητα μυστικά της.

Δάκρυα άρχισαν να εμφανίζονται στο πρόσωπο του ναυαγού καθώς έβλεπε αυτή την υδάτινη πτώση του φίλου του στον άγνωστο του τάφο. Κάποια στιγμή, μέσα στην ζαλάδα της μελαγχολικής παρόρμησής του σκέφτηκε να μείνει εκεί και να έχει το ίδιο τέλος στη μανιασμένη θάλασσα που τον ζήταγε στα έγκατά της. Η λογική και η εικόνα, κυρίως, της αγαπημένης του, νίκησε την παραίτηση της ζωής και καθώς τα πόδια του ακουμπούσαν τα παγωμένα νερά αναζήτησε με το βλέμμα του ένα σημείο που θα του πρόσφερε μια πρόσκαιρη ασφάλεια ώστε να παρατείνει τις ελπίδες του για ζωή και σωτηρία. Τη στιγμή που βυθίστηκε μέχρι τον λαιμό μέσα στο νερό δύο ξύλινα βαρέλια βγήκαν επιπλέοντας από την πόρτα του αμπαριού και πιάστηκε αμέσως σε ένα από αυτά.

Μέσα στην καταστροφή και στο πέρασμα του θανάτου κατάφερε να δει κάτι που θα του έμενα μετά για πάντα χαραγμένο στο μυαλό. Τον πίνακα που λίγες ώρες πριν ζωγράφιζε με τόση χαρά. Ήταν στερεωμένος σε κατακόρυφη θέση σε ένα επίμηκες ξύλο στο κατάστρωμα του πλοίου και έδειχνε μισοκατεστραμμένος αφού το νερό είχε αλλοιώσει τα χρώματά του. Επιπλέον ήταν σφηνωμένο στο ξύλο του καταστρώματος και γι’ αυτό το λόγο άρχισε να βυθίζεται μαζί με το σκαρί του πλοίου, το οποίο με τη σειρά του βυθιζόταν από το βαρύ φορτίο που μετέφερε.

Ο ναυαγός πολύ ζαλισμένος καθώς ήταν έβλεπε τον πίνακά του να βυθίζεται και σε αυτόν αναγνώριζε τα τελευταία σημάδια του φίλου του. Η παραζάλη του τον οδηγούσε στα πιο απόκρυφα σημεία των αισθήσεων και του κρυφού, στους άλλους, κόσμου. Ξαφνικά άρχισε να βλέπει ότι ο πίνακας μέσα στο νερό άλλαζε τα σχήματα της εικόνας και ο εικονιζόμενος φίλος του εμφανίστηκε ξανά, αυτή τη φορά με μια μορφή σοβαρή να τον κοιτά με μάτια μεγάλα, σε ένα κυανοπράσινο φόντο με ένα μαύρο παλτό κουμπωμένο ψηλά στο λαιμό. Μετά από ένα παραλήρημα σε γλώσσα ακατάληπτη, λιποθύμησε.

Έφτασε!

Στέκεται επιτέλους μπροστά και λίγα μέτρα πίσω από την πλευρά του νησιού που φωτίζεται από το μεγάλο πεντάκτινο αστέρι. Μια ουδέτερη σκέψη ακούγεται να ψιθυρίζει “Κάποιος γεννιέται σήμερα”. Οι θάμνοι απέναντι έχουν φύλλα βελονοειδή με μικρά κίτρινα άνθη. Δεν μοιάζουν με τα φυτά που υπάρχουν στο νησί, αλλά με τα μικρά φυτά της πατρίδας του που τόσες αγαπημένες ψυχές κρατά στα χώματά της. Κοιτά το αστέρι στον ουρανό που από την πλευρά που αυτός βρίσκεται είναι νυχτερινός. Η δεσμίδα του φωτός έρχεται επιμήκης και εκτίνεται από την θάλασσα και την αμμουδιά μέχρι εκατοντάδες μέτρα ψηλά στον ουρανό. Η οπτασία αυτή μοιάζει με παραλληλόγραμμο σχήμα και κοιτώντας πλάγια προς το πεντάκτινο αστέρι ιριδίζονται στη μια του πλευρά χιλιάδες αποχρώσεις χρωμάτων μαζί με κάποια που βλέπει για πρώτη φορά.

Κοιτώντας απέναντι μια εκπληκτική εικόνα τον περιμένει. Βλέπει το σπίτι, το παράξενο εκείνο σπίτι που του είχε τραβήξει από την πρώτη στιγμή την περιέργεια με μια δομή που ποτέ ξανά δεν είχε δει, με μια σκεπή πορτοκαλί χρώματος με υλικά που παρέπεμπαν σε ένα είδος παράξενων πλίνθων λευκών, και με μια ανοιχτωσιά στην οποία πέφτει μια ελαφριά σκιά στην οποία στέκονται δύο άνδρες νέοι, στην ηλικία του. Ο ένας έχει γυρισμένη την πλάτη του προς τον μέρος του ναυαγού και φαίνεται να κρατάει κάτι στα χέρια του. Γυρίζει προς τη θάλασσα και ο ναυαγός μένει έκπληκτος με το πρόσωπο το οποίο αντικρίζει. Είναι ο φίλος του! Σίγουρα εκείνη η γοργόνα που μέσα στο παραλήρημά του νόμιζε ότι τον οδηγούσε στην παγωμένη άβυσσο την νεκρής θάλασσας τελικά έσωσε την ζωή του αφήνοντας κάπου “αλλού”!

Μετά από αυτές τις σκέψεις περπατά προς το φως χωρίς να φοβάται τι τον περιμένει απέναντι. Του φτάνει μόνο ότι θα δει και θα αγκαλιάσει ξανά τον φίλο του μετά από τόσες μέρες.

Αγγίζει την φωτεινή δέσμη και νιώθει μια αίσθηση γλύκας στην αφή σαν χιλιάδες μέλισσες να τον υποδέχονται στη φωλιά τους. Κάνοντας το επόμενο βήμα βυθίζεται μέσα στο φως που όσο εισχωρεί τόσο πιο εκτυφλωτικό γίνεται, αλλά και τόσο πιο άϋλο και αφαιρεμένο.

Νιώθει το σμήνος το μελισσών να δονεί όλο του το σώμα κάνοντας το χαρακτηριστικό βουητό τους. Ταράζοντας με τα υμενώδη φτερά τους όλο του το δέρμα και κάθε του κύτταρο στο χορό τους. Νιώθει σαν να βρίσκεται εγκλωβισμένος σε ένα μεγάλο κουκούλι από λαμπρές φωτεινές ίνες και το σώμα του να αποσυντίθεται από εκατομμύρια μικρές πέτρες που τον συνθλίβουν, αλλά αυτός δεν νιώθει πόνο. Νιώθει μια γλυκιά φλόγα απαλή σαν μαλλί προβάτου να του τυλίγει το κεφάλι και να τον καίει με την απαλότητά της σβήνοντας με την μορφή ενός γυναικείου προσώπου μπροστά του που έρχεται προς το μέρος του με ταχύτητα. Είναι το πρόσωπο της αγαπημένης του.

Γύρω του ταξιδεύουν χιλιάδες άλλα πρόσωπα και όντα παράξενα και σύμβολα όπως ο σταυρός. Το γυναικείο πρόσωπο της αγαπημένης του έρχεται και πέφτει πάνω του με ταχύτητα και εφαρμόζει πλήρως στο δικό του σαν μάσκα. Την αισθάνεται κρύα. Αμέσως την βλέπει νεκρή στο κρεβάτι της στο σπίτι που έμενε. Την αμέσως επόμενη στιγμή βλέπει την κηδεία της, μετά οι μέρες περνούν, μετά χρόνια εγκλωβίζονται στο μυαλό του και εκατοντάδες μνήμες πολλών ανθρώπων. Βλέπει τους γονείς του παιδιά, τους παππούδες του, χρόνια πίσω ταξιδεύει και μαζεύει μνήμες. Αισθάνεται το μυαλό του βαρύ από τις μνήμες και μέσα του εκλιπαρεί αυτό να σταματήσει. Όταν ολοκληρώνεται η μεταμόρφωση νιώθει και πάλι το γήινο σώμα του. Αυτή τη φορά όμως έχει μια άλλη φύση.

Η γυναικεία του μορφή περπατά τώρα πια με σιγουριά στην φωτεινή πλευρά του νησιού. Γνωρίζει τα πάντα πλέον, το παρελθόν το παρόν και το μέλλον.

Η Ίλσα ξέρει τι ακριβώς πρέπει να κάνει.

Συνεχίζεται…

Τρίτη 21 Δεκεμβρίου 2010

Το βράδυ

"Αχ τι ωραία που το λέει"
Ποίηση Κ.Καρυωτάκη

Κυριακή 19 Δεκεμβρίου 2010

Η μέρα του θανάτου μου

Εύγε, και οι λέξεις γελούν
και το νόημά τους ευφορία δηλώνει
και τα σύννεφα του ουρανού συντελούν
τις τύψεις της φύσης η γη να αθωώνει.

Στη δική μου την αυλή ένα μόνο
μόνο ένα μικρό δεντράκι στα κλαδιά αγκαλιά
μου πρόσφερε τη ζωή του κι όσο
τον κόσμο λογίζω, άλλο τόσο τ' άφηνα να μ' αγαπά

και μόνο αυτό
αυτό μόνο
βουρκώνει σαν με κρατά
άψυχο σώμα

Η μέρα του θανάτου μου γλυκιά
σαν τον καρπό της νιότης
ηλιοστάλαχτη πλουμιστή φορεσιά
που ομορφαίνει την υφή της αγάπης

η βουή της χαράς τραγούδι στα χείλη
ανακούφιση η φυγή μου στις πλάσης τον ώμο
το φέρετρό μου ανέκφραστη να σηκώνει
σιωπηλά να ηρεμήσει της ησυχίας τον πόνο

και τ' άνθη κάπου κοντά
χαμηλά καχεκτικά προς την σήψη κοιτάνε
βουρκωμένα τα πέταλά τους τα μαβιά
να προσμένουν την ατάραχη γενναία τους πτώση

Δευτέρα 29 Νοεμβρίου 2010

Τα δάκρυα της Ίλσα - Covers




















Σύντομα το Μέρος Έ...!



Παρασκευή 12 Νοεμβρίου 2010