Παρασκευή 28 Μαρτίου 2008

Έτσι άρχισαν όλα



Είναι γνωστό, και το δηλώνω και εδώ, ότι είμαι πολύ κλειστός στις συναναστροφές μου με άτομα που γνωρίζω για πρώτη φορά. Θες αυτό να το ονομάσεις ντροπή, φόβο, αντικοινωνικότητα πάντως έτσι μου βγαίνει τις περισσότερες φορές. Τελευταία με απογοητεύει το γεγονός ότι άτομα που γνωρίζω στον έξω κόσμο δηλαδή εκτός ίντερνετ, στο πανεπιστήμιο ή στις καφετέριες ας πούμε έχουν μια φιλοσοφία ζωής ξένη προς εμένα. Τα γράφω όλα αυτά με αφορμή μια χτεσινή μου έξοδο σε μια ταβέρνα που γνώρισα κάποιους φίλους φίλου και απογοητεύτηκα όχι γιατί ήταν κακή παρέα αλλά είχαν μια νοοτροπία επιφανειακή. Και αυτό έχει γίνει κανόνας πια σε γενικότερο επίπεδο σε αντίθεση με άτομα που γνωρίζω από το ίντερνετ τα οποία πραγματικά εκτιμώ και θαυμάζω.

Όλη αυτή η αποστροφή που νιώθω για αυτή την απρόσωπη και εγωκεντρική με την κακή έννοια κοινωνία του φαίνεσθε με οδηγεί σε μια εσωστρέφεια. Η μη επικοινωνία μου αφήνει ένα κενό που αναπληρώνεται πολλές φορές με εσωτερικές αναζητήσεις όχι πάντα εύστοχες, και διαλόγους που έχουν την ανάγκη να συμπυκνωθούν και να βγουν προς τα έξω. Η αξία της προσοχής.

Λίγο πριν κοιτούσα διάφορα κείμενα που έχω γράψει εδώ, αλλά και αλλού. Δεν είμαι σίγουρος αν έχουν να πουν κάτι σε κάποιον άλλο εκτός από τον εαυτό μου. Πολλές φορές μοιάζουν ευτελή αν τους ρίξεις μια επιφανειακή ματιά. Όταν διαβάζω μετά από καιρό κάτι που έχω αποτυπώσει στη στιγμή, αισθάνομαι ότι ξαναζώ εκείνο το συναίσθημα που εγκλώβισα στις σελίδες του τετραδίου μου ή του word. Δεν ξέρω πόσο σημαντικό είναι αυτό.

Πράγματι δεν ξέρω πόσο ανάγκη μπορεί να έχει κάποιος την παρέα μου αλλά δεν μπορώ να αρνηθώ την δική μου στον εαυτό μου. Πριν αρκετό καιρό στο παρελθόν έτυχε να διαβάσω ένα βιβλίο με ποιήματα του Bertolt Brecht και ένα από αυτά μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση. Έχει τίτλο ''τραγούδι για την μητέρα μου'' και το έγραψε σε νεαρή ηλικία. Σ’ αυτό μιλάει για την μητέρα του η οποία πέθανε και μέσω αυτού εκφράζει την αγάπη αλλά και τον πόνο που νιώθει πλέον για την απώλειά της.

Παρακάτω παραθέτω το κείμενο.

--------------

ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΜΗΤΕΡΑ ΜΟΥ (Μπέρτολτ Μπρέχτ)

Μετάφραση: Μάριος Πλωρίτης

Τη μορφή της δεν τη θυμάμαι πια πως ήταν πριν οι πόνοι της αρχίσουν. Αποκαμωμένη, ανασήκωνε τα μαύρα τα μαλλιά της απ’ το ξεσαρκωμένο μέτωπό της - το βλέπω ακόμα εκείνο το χέρι να σαλεύει.

Χειμώνες είκοσι την φοβερίσαν, τα βάσανά της δεν είχανε σωσμό, κι ο θάνατος ντρεπόταν σαν την ζύγωσε. Και τότε πέθανε, και το κορμί της ήτανε σαν παιδιού κορμί.

Στο δάσος είχε μεγαλώσει

Πέθανε ανάμεσα σε πρόσωπα που ‘χαν τραχύνει βλέποντάς την τόσον καιρό να ξεψυχάει. Τη συχωρέσαμε που έτσι βασανίστηκε, μα εκείνη είχε χαθεί ανάμεσα στα πρόσωπά μας, προτού να σβήσει ολότελα.

Τόσοι και τόσοι μας αφήνουνε, χωρίς να τους κρατήσουμε. Έχουμε πει το καθετί, τίποτα πια δεν έχει απομείνει ανάμεσα σε μας και εκείνους, σκληραίνουνε τα πρόσωπά μας σαν χωρίζουμε. Κι όμως, το πιο σπουδαίο δεν το είπαμε, μόνο αναμασούσαμε τ’ ασήμαντα.

Ώ γιατί τα πιο σπουδαία να μην τα πούμε, ήτανε τόσο εύκολο, και τώρα θα κολαστούμε για τη σιωπή μας. Εύκολες ήταν λέξεις, σφίγγονταν πίσω από τα δόντια μας. Καθώς γελούσαμε έπεσαν, και τώρα το λαιμό μας πνίγουν.

Το δείλι χτες, πρωτομαγιά, πέθανε η μητέρα μου! Και δε μπορώ, από την γη να τηνε ξεριζώσω με τα νύχια μου!

--------------

Μου έκανε εντύπωση λοιπόν που εκείνη τη στιγμή της απώλειας, την στιγμή δηλαδή που ήταν συναισθηματικά τόσο φορτισμένος επέλεξε όλα αυτά που ένιωθε μέσα του να τα βγάλει με αυτό τον τρόπο. Και είναι τόσο έντονα εμποτισμένες η λέξεις με συναισθήματα που ο χρόνος παύει να είναι ανασταλτικός παράγοντας και σε μεταφέρει εκεί δίπλα. Μια μόνο ανάγνωση σε κάνει να συγκινηθείς και να θες να βρεθείς κοντά για να παρηγορήσεις αυτόν τον άνθρωπο.

Από κάποια τέτοια αναγνώσματα έβγαλα το συμπέρασμα ότι όταν εκφράζεσαι με αυτόν τον τρόπο γίνεσαι καλύτερος ως άνθρωπος, αισθάνεσαι πλούσιος εσωτερικά. Πλέον μ’ αρέσει να γράφω, οτιδήποτε. Μ’ αρέσει να εγκλωβίζω τις ιδιαίτερές μου στιγμές σε κείμενα και να οικοδομώ μ’ αυτές ένα κόσμο γύρω μου ιδεατό. Και η μουσική σύμμαχος μου. Ο κόσμος έξω συνεχίζει να με απογοητεύει.. οι άνθρωποι.. οι καταστάσεις.. το στοίχημα είναι μπορώ να φτιάξω έναν κόσμο που θα με γεμίζει;

Δεν υπάρχουν σχόλια: